Η παγκόσμια οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα το 2023, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αψήφησαν τις προσδοκίες και κατάφεραν να αποφύγουν την ύφεση. Η Ινδία, το Βιετνάμ και η Ιαπωνία πέτυχαν επίσης εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις δεδομένων των συνθηκών. Ωστόσο, ενώ αυτές οι χώρες έχουν καλούς λόγους να είναι αισιόδοξες για το 2024, η Κίνα θα είναι πιθανότατα ο μεγαλύτερος συνεισφέρων στην αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ φέτος, αν και θα μάλλον θα έχει χαμηλότερη απόδοση το 2024 σε σχέση με το αναπτυξιακό δυναμικό της – που εκτιμώ ότι είναι περίπου 5,1%.
Η κύρια μεσοπρόθεσμη οικονομική πρόκληση της Κίνας είναι η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού της. Αλλά η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει η κινεζική οικονομία σήμερα είναι η πτώση σε μια παγίδα αποπληθωρισμού χρέους. Καθώς τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μειώνουν τις δαπάνες τους, ο τοξικός συνδυασμός χρέους και αποπληθωρισμού θα μπορούσε να προκαλέσει έναν φαύλο κύκλο χαμηλότερων επενδύσεων και μειωμένης ζήτησης. Η απροθυμία των κινεζικών νομισματικών Αρχών να υιοθετήσουν μια πιο επεκτατική νομισματική πολιτική δεν βοηθά. Ενώ η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (PBOC) και η ρυθμιστική Αρχή τραπεζών της χώρας έχουν θέσει βασικούς δείκτες απόδοσης σε κλίμακα δανείων για την τόνωση του δανεισμού, οι κρατικές εμπορικές τράπεζες συχνά επιτυγχάνουν αυτούς τους στόχους παρέχοντας δάνεια σε μη παραγωγικές κρατικές επιχειρήσεις που δεν απαιτούν επείγουσα χρηματοδότηση όσο πολλές μη κρατικές επιχειρήσεις.
Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά το κανάλι δανεισμού, η Κίνα πρέπει να μεταρρυθμίσει τις κρατικές τράπεζές της για να διασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δανείζουν στις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις αντί να δημιουργούν τεχνητές ροές χρήματος. Δυστυχώς, η Κίνα είναι απίθανο να αναλάβει αυτές τις κρίσιμες μεταρρυθμίσεις σύντομα.
Υπάρχει ένα εναλλακτικό πακέτο πολιτικής βραχυπρόθεσμα. Οι κινέζοι φορείς χάραξης πολιτικής θα μπορούσαν να συνδυάσουν μια επιθετική δημοσιονομική πολιτική με τη νομισματοποίηση του δημόσιου χρέους. Αυτό θα συνεπαγόταν ένα σχέδιο τριών βημάτων. Πρώτον, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στην οικοδόμηση κατοικιών για άτομα χαμηλού εισοδήματος, στην αναβάθμιση των δημόσιων υποδομών και στη διευθέτηση των εκκρεμών χρεών των τοπικών και εθνικών κρατικών φορέων προς επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Δεύτερον, αυτές οι δαπάνες θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν μέσω της έκδοσης νέων μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων. Τέλος, η PBOC θα πρέπει να αγοράσει αυτά τα ομόλογα και να τα διατηρήσει μέχρι τη λήξη τους ή τουλάχιστον έως ότου η οικονομία επιστρέψει στον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξής της.
Με πιο επεκτατική νομισματική πολιτική βραχυπρόθεσμα και με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της πολιτικής μεσοπρόθεσμα, η κινεζική οικονομία θα μπορούσε να πλησιάσει πιο κοντά στο πλήρες αναπτυξιακό της δυναμικό, κάτι που θα βοηθούσε επίσης στην άνοδο της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης.
Ο Σανγκ Γιν Ουέι είναι πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Αναπτυξιακής Τράπεζας της Ασίας. Είναι καθηγητής Οικονομικών στην Columbia Business School και στη School of International and Public Affairs του Columbia University