Ο προϋπολογισμός ενός κράτους είναι το ισχυρότερο μέσο παρέμβασης της οικονομικής πολιτικής. Συνήθως στοχεύει στην εφαρμογή των στόχων και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που σχετίζονται με το πρόγραμμα της κυβέρνησης που βρίσκεται στην εξουσία.
Υπάρχουν δύο δομικά πολιτικά προβλήματα που φαίνεται ότι κυριαρχούν στο οικονομικό σκηνικό: το πρώτο είναι ο πληθωρισμός και η συνακόλουθη απομείωση του διαθέσιμου εισοδήματος προς κατανάλωση και αποταμίευση. Το δεύτερο είναι η άποψη ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται υπό διωγμό.
Ο πληθωρισμός είναι ένα φαινόμενο σε αποδρομή αλλά έχει προκαλέσει ένα αξιόλογο ρήγμα στα εισοδήματα των φυσικών προσώπων χωρίς να μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τα κέρδη των επιχειρήσεων αφού προηγήθηκε η αύξηση των τιμών της αύξησης των μισθών και τα κέρδη αυξάνουν το μερίδιό τους σε σύγκριση με την αμοιβή της εργασίας. Πάντως η αύξηση των μισθών ήδη πραγματοποιείται και στην ελληνική οικονομία και γι’ αυτό το ατομικό διαθέσιμο εισόδημα φαίνεται να αυξάνεται αισθητά το 2023 (19.735 ευρώ) και το 2024 (20.415 ευρώ).
Για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων ο κρατικός προϋπολογισμός του 2024 έχει σοβαρό ρόλο στη διαμόρφωση των εισοδηματικών ενισχύσεων και ιδιαιτέρως του διαθέσιμου ιδιωτικού εισοδήματος ενισχύοντας με 2,5 δισ. ευρώ. Θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη; Η απάντηση σχετίζεται με τη δημοσιονομική ισορροπία η οποία πρέπει να διαφυλαχθεί πάση θυσία.
Βασικό όμως χαρακτηριστικό του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου είναι ότι επικρατούν πολλές μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (από τις 1.012.019 ενεργές επιχειρήσεις του 2020 το 58,8% δεν έχει εργαζομένους, το 31% απασχολεί 1 έως 4 εργαζομένους, το 4,8% απασχολεί 5 έως 9 εργαζομένους και μόλις το 4,5% απασχολεί πάνω από 10 εργαζομένους). Η μικρή κλίμακα των επιχειρήσεων συχνά σημαίνει περιορισμένη διαπραγματευτική δύναμη και περιορισμένες οικονομίες κλίμακας, γεγονός που επιδεινώνει περαιτέρω την ικανότητά τους να ανταγωνίζονται και να καινοτομούν. Ετσι καταφεύγουν στην παράλληλη οικονομία.
Ομως, με τις ρυθμίσεις της φορολογικής πολιτικής, οι ΜμΕ έχουν ένα τεκμαρτό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας. Ταυτοχρόνως αναπτύσσεται ένα πλέγμα μέτρων όπως διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές και το TAXIS, δημιουργείται ο επαγγελματικός λογαριασμός και εν τέλει διαμορφώνεται ένα αντικειμενικό κλίμα ελέγχων των δαπανών ώστε να διαμορφώνεται ακριβή αντικειμενική φορολογική εικόνα και παραγωγή φορολογικής ύλης χωρίς την παρέμβαση του προσωποποιημένου ελέγχου.
Ετσι όμως δημιουργείται η αίσθηση ότι αναπτύσσονται αρνητικές πολιτικές απέναντι στις ΜμΕ. Αμφιβάλλουμε ότι υπάρχει παρόμοια πολιτική θέση η οποία βεβαίως εάν υπήρχε θα δημιουργούσε σοβαρά πολιτικά προβλήματα λόγω της κοινωνικής βαρύτητας των ΜμΕ. Τα μέτρα πάντως αυτά μαζί με το υψηλότερο χρηματοδοτικό κόστος ασκούν την περίοδο αυτή αυξημένες πιέσεις στις ΜμΕ.
Ομως δεν είναι δυνατόν να ελπίζει κάποιος να στηρίζει τη βιωσιμότητα της επιχειρηματικής του προσπάθειας στη λειτουργία της παραοικονομίας. Γνωρίζουμε ότι δεν πρόκειται να εξαλειφθεί πλήρως ποτέ, αλλά πρέπει να περιοριστεί σημαντικά. Από εκεί και πέρα επιμέρους μέτρα για τις ΜμΕ όπως διευκολύνσεις εξόδου στη σύνταξη ή/και αναβάθμιση των κινήτρων συνένωσης ή/και ψηφιοποίησής τους είναι επιβεβλημένα, σ’ έναν βαθμό ισχύουν, αλλά πάντως με χαμηλό βαθμό αξιοποίησής τους.