Το “ανέκδοτο” των ημερών, ότι δηλαδή η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, η Γαλλία, με πιστοληπτική διαβάθμιση ΑΑ- δανείζεται πλέον οριακά ακριβότερα από την υπερχρεωμένη Ελλάδα, η οποία επισήμως βρίσκεται στην ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ-), έχει και συγκυριακά αλλά και αντικειμενικά αίτια.
Το βασικό, είναι ότι παρά την πολυετή κρίση η Ελλάδα πλέον απολαμβάνει μια πολιτική σταθερότητα, με μια Κυβέρνηση έχει την πλειοψηφία να ασκήσει πολιτική.
Η Γαλλία, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, σύρεται σε μια κατάσταση ακυβερνησίας ή στην καλύτερη περίπτωση, σε μια υπηρεσιακή Κυβέρνηση, η οποία απλώς θα διασφαλίζει τη συνέχεια του κράτους.
Συνεπώς, η πρώτη και βασική αιτία της προσέγγισης των αποδόσεων των Γαλλικών ομολόγων, με αυτές των ελληνικών, είναι η κρίση εμπιστοσύνης από τις αγορές σε ότι αφορά την άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Από την άλλη, όπως δείχνουν και οι σχετικά περιορισμένες διακυμάνσεις των αγορών, κυριαρχεί και ένα αίσθημα ότι η Γαλλία είναι “too big to fail “, είναι δηλαδή τόσο μεγάλο μέγεθος και τόσο σημαντική για την Ευρωζώνη, ώστε δεν θα αφεθεί να “καταρρεύσει”.
Εκτός όμως από την εμπιστοσύνη των αγορών όμως, υπάρχουν και θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ του χρέους της Ελλάδας και αυτού της Γαλλίας.
Οι αντικειμενικές διαφορές
Η πρώτη διαφορά, αφορά τη διάρθρωση του χρέους. Το Γαλλικό χρέος φτάνει σήμερα τα 3,23 τρισ. ευρώ, βρίσκεται σχεδόν στο σύνολο του στο χέρια του ιδιωτικού τομέα και υπόκειται στις διακυμάνσεις της αγοράς. Για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της το 2025, η Γαλλία θα πρέπει να δανειστεί από τις αγορές περίπου 310 δις ευρώ, σε ένα περιβάλλον υψηλών ακόμη επιτοκίων από την ΕΚΤ, στο οποίο θα προστεθεί και ένα πρόσθετο επιτόκιο κινδύνου, λόγω της πολιτικής αστάθειας.
Η Γαλλία, θα πρέπει να μειώσει το έλλειμμα της από το 6% του ΑΕΠ της στο 3% του ΑΕΠ ενώ έχει προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της όχι μεγαλύτερο από 1% για φέτος και 0,8% για το 2025, ενώ το χρέος, αναμένεται να αυξηθεί το 2025 στο 115,3% του ΑΕΠ, από 112,7% του ΑΕΠ που αναμένεται να φτάσει φέτος.
Η Ελλάδα από την άλλη μεριά, έχει ένα συνολικό δημόσιο χρέος της τάξης των 360 δις ευρώ, από το οποίο τα περίπου 240 δις ευρώ βρίσκονται στα χέρια του επίσημου τομέα, δηλαδή δανειστών όπως ο EFSF, o ESM και η Ευρωζώνη Τα δάνεια αυτά, μετά και τα swap επιτοκίου που έγιναν από το 2017, είναι “κλειδωμένα” σε χαμηλό μέσο επιτόκιο της τάξης του 1,53% και δεν αναχρηματοδοτούνται. Τα υπόλοιπα περίπου 120 δις του ελληνικού χρέους , βρίσκονται στις αγορές και υπόκεινται στις διακυμάνσεις τους.
Με βάση τις εκτιμήσεις του ΟΔΔΗΧ, για τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους η Ελλάδα το 2025, θα χρειαστεί να δανειστεί από τις αγορές περίπου 8-10 δισ. ευρώ, όσο περίπου δανείστηκε και φέτος.
Αυτό σημαίνει, ότι η Ελλάδα επηρεάζεται ελάχιστα από τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ, αλλά και τις διακυμάνσεις των αποδόσεων στις αγορές. Δυνητικά, ακόμη και αν οι συνθήκες επιδεινωθούν δραματικά, η Ελλάδα μπορεί να μείνει απολύτως προστατευμένη από τις αγορές, χρησιμοποιώντας ένα μέρος από τα ταμειακά διαθέσιμα, τα οποία λόγω των αποκρατικοποιήσεων των τραπεζών ξεπερνούν πλέον τα 40 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα θα έχει ανάπτυξή 2,2% για φέτος και 2,3% για το 2025 και ο δανεισμός της έχει να αντιμετωπίσει ένα έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ το οποίο το 2025 μειωθεί στο 0,1% του ΑΕΠ.
To χρέος της χώρας, αναμένεται τα μειωθεί το 2025 στο 146,8% του ΑΕΠ από 153,1% που αναμένεται να φτάσει στο τέλος του 2024.
Από τα παραπάνω, γίνεται αρκετά προφανές γιατί οι αγορές επιλέγουν να δανείζουν σήμερα, με παρόμοιους όρους Ελλάδα και Γαλλία.
Capital.gr
Πηγή: philenews.com