Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να ταλαιπωρεί όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες από τις αρχές του 2022. Η ένταση και διάρκεια του πληθωρισμού προέρχεται από έναν πρωτόγνωρο συνδυασμό αρνητικών παραγόντων. Αρχικά τροφοδοτήθηκε λόγω της κατάρρευσης της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας και της έντονης ζήτησης που επανήλθε αμέσως μετά το τέλος των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας. Στη συνέχεια με το ενεργειακό σοκ που πυροδότησε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιανουαρίου της ΕΛΣΤΑΤ, ο ετήσιος πληθωρισμός κινείται στο 3,1% και η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024 είναι για την περιοχή του 2,7%.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης των πληθωριστικών πιέσεων εξωτερικοί παράγοντες όπως το κόστος ενέργειας, πρώτων υλών και εισαγωγών ήταν καθοριστικοί στην εξέλιξη του φαινομένου. Αυτοί οι παράγοντες έχουν πλέον εκλείψει σε μεγάλο βαθμό. Για την εξέλιξη του πληθωρισμού το 2024 και το 2025 καθοριστικό ρόλο θα παίξουν το μισθολογικό κόστος και τα επιχειρηματικά κέρδη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στη φθινοπωρινή έκθεση προβλέψεων του 2023, εστιάζει στους προαναφερόμενους παράγοντες και αποσυνθέτει τη συνεισφορά τους στη διαχρονική εξέλιξη του πληθωρισμού για το σύνολο της ευρωζώνης αλλά και για κάθε χώρα ξεχωριστά. Υπολογίζει, πρώτον, το μερίδιο της αύξησης κερδών, και δεύτερον, το μερίδιο της αύξησης του μισθολογικού κόστους, στον συνολικό πληθωρισμό. Για το 2019-2022 τα κέρδη σαν μερίδιο είχαν μεγάλη και ομοιογενή συνεισφορά στην αύξηση του πληθωρισμού σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Ωστόσο για την Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες, η έκθεση προβλέπει ότι το μερίδιο των κερδών θα συνεχίσει να έχει μεγάλη συνεισφορά στην εξέλιξη του εσωτερικού πληθωρισμού για το 2024 και το 2025. Προβλέπει δε πολύ μικρότερη συνεισφορά από την πλευρά του μισθολογικού κόστους.Αυτή η πρόβλεψη παρέχει ενδείξεις ότι τα κέρδη, μέσω αύξησης τιμών, θα εξακολουθούν να τροφοδοτούν τον εσωτερικό πληθωρισμό τουλάχιστον για το 2024. Αυτό είναι ένα κακό σενάριο για την ελληνική οικονομία. Με δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι θα διεκδικήσουν δικαιολογημένες, σε συνδυασμό με τις θεσμοθετημένες, αυξήσεις μισθών το 2024 ώστε να ανακτήσουν αγοραστική δύναμη, θα πρέπει αυτές να μην τροφοδοτήσουν περαιτέρω αυξήσεις τιμών, δημιουργώντας ένα αυτοτροφοδοτούμενο και ζημιογόνο για όλα τα μέρη spiral μισθών τιμών. Στο απευκταίο σενάριο όπου στην Ελλάδα παγιώνονται προσδοκίες υψηλότερου πληθωρισμού από τον στόχο του 2%, η χώρα, α) θα απολέσει εξωτερική ανταγωνιστικότητα, β) θα βρεθεί αντιμέτωπη με υψηλότερα επιτόκια δανεισμού για τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα με αρνητικές συνέπειες για τον ρυθμό ανάπτυξης και τα δημόσια οικονομικά.
Η συγκράτηση τιμών μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους. Πρώτον, απορροφώντας τις αυξήσεις μισθών από τα κέρδη των τελευταίων δύο ετών. Δεύτερον, μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας που συνετέλεσε και συντελεί στη μείωση του κόστους παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος. Η τελευταία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, έχει αυξηθεί, για το σύνολο της οικονομίας, από το τρίτο τρίμηνο του 2021 έως το τρίτο τρίμηνο του 2023 κατά 11,7%. Μπορεί επομένως να λειτουργήσει σαν «κόφτης» σε αυξήσεις τιμών. Προσφέροντας ένα μέρισμα κερδών ως πριμ παραγωγικότητας οι επιχειρήσεις μόνο όφελος θα αποκομίσουν: οι εργαζόμενοι θα έχουν υψηλότερο κίνητρο απόδοσης, ενώ και η κερδοφορία μπορεί να διατηρηθεί σε υγιή επίπεδα.
Ο Γιάννης Τσουκαλάς είναι επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και καθηγητής Οικονομικών στο Adam Smith Business School Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης