Table of Contents
Σε οικονομική στασιμότητα, με άγνωστη χρονική διάρκεια, έχει εισέλθει η γερμανική οικονομία, απειλώντας να αποτελέσει τροχοπέδη της ανάπτυξης όχι μόνο για την Ε.Ε., ως η μεγαλύτερη οικονομία της, αλλά και για την παγκόσμια οικονομία, αφού παραμένει η 4η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από το Γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (DIHK), με βάση 27.000 ερωτηματολόγια που συγκέντρωσε από όλους τους κλάδους της οικονομίας και τις περιφέρειες της γερμανικής επικράτειας, η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η οικονομία αποτελεί τη μεγαλύτερη κρίση της τελευταίας 20ετίας.
Σύμφωνα με την πρόβλεψη που ανακοίνωσαν την Πέμπτη τα πέντε μεγαλύτερα οικονομικά Ινστιτούτα (Ifo, Diw, Ifw, Rwi και Iwh,) για το τρέχον έτος αναμένεται οριακή ύφεση κατά 0,1%, ενώ για το επόμενο έτος εκτιμάται ότι η οικονομία θα μεγεθυνθεί με ρυθμό 0,8% και για το 2026 με 1,3%. Στην εαρινή πρόβλεψή τους, τα οικονομικά ινστιτούτα είχαν δώσει κατά τι καλύτερες προοπτικές (0,1% για το 2024 και 1,4% για το 2025), οι οποίες λόγω επιδείνωσης των συνθηκών αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω, έστω και οριακά.
Πριν από την πανδημία και εν συνεχεία την ενεργειακή κρίση, το γερμανικό οικονομικό μοντέλο είχε δείξει τα προβλήματά του. Η ανάπτυξη διαμορφώθηκε στο 1% τη διετία 2018-2019, για να ακολουθήσει η ύφεση του 3,8% τη χρονιά των lockdown και η ανάκαμψη με ρυθμό 3,2% το 2021 και 1,8% το 2022, ενώ το 2023 η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε οριακά κατά 0,1%. Στη μεγάλη εικόνα, η Γερμανία είναι από τις λίγες χώρες της Ευρώπης που έχει δυσκολευτεί τόσο πολύ να επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα ΑΕΠ, κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης η οποία επηρέασε τη βιομηχανία της.
Τι οδήγησε στην κρίση
H τωρινή κρίση έχει τη βάση της σε χρόνια προβλήματα και επιλογές που έγιναν πολλές δεκαετίες νωρίτερα σε καίριους τομείς της γερμανικής οικονομίας, την αναποτελεσματικότητα των οποίων μεγέθυναν οι πρόσφατες γεωπολιτικές κρίσεις.
Το πρώτο αφορά το τέλος της φθηνής ενέργειας. Oι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι την κρίση πυροδότησε η ενεργειακή κρίση, που ήρθε ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία. Η Γερμανία επηρεάστηκε από τον πόλεμο περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλες χώρες της Ε.Ε., δεδομένου ότι για περισσότερα από 25 χρόνια εξαρτιόταν απόλυτα από τις εισαγωγές του, φθηνού, ρωσικού φυσικού αερίου. Με τα διαδοχικά πακέτα κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, η Γερμανία αναζητά, αλλά δεν έχει βρει ακόμη, αξιόπιστους εναλλακτικούς προμηθευτές, πληρώνοντας στο μεταξύ για να καλύψει τις ανάγκες της ακριβό υγροποιημένο φυσικό αέριο. Πρέπει να σημειωθεί ότι με τον πόλεμο στην Ουκρανία τερματίστηκε de facto η περίφημη ostpolitik, η οποία είχε ως βάση ότι η ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία θα την φέρει πιο κοντά στην Ευρώπη.
Ένα δεύτερο πρόβλημα, το οποίο επισημαίνει εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία το ΔΝΤ στις εκθέσεις του, είναι η μικρές έως και αναιμικές δημόσιες επενδύσεις που επιβάλλει, μεταξύ άλλων, και το φρένο χρέους (Schulden Bremse): τον κανόνα που απαγορεύει τον υπερβολικό δανεισμό της χώρας με εξαίρεση μόνο έκτακτες συνθήκες, διατηρώντας το κυκλικά προσαρμοσμένο έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ.
Η “δημοσιονομική ορθοδοξία” της Γερμανίας που ήθελε από το 2011 τις επενδύσεις να είναι σχεδόν αποκλειστικά έργο των ιδιωτών, φαίνεται ότι τώρα καταλήγει στο να πνίγει τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Σε συνδυασμό με τα υψηλά επιτόκια και τον περιορισμό της ρευστότητας που επέβαλε στην ΕΚΤ, για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, η Γερμανία οδηγείται σε μια “αιμορραγία” ιδιωτικών επενδύσεων προς τις ΗΠΑ. Τούτο διότι το γερμανικό κράτος λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη βιομηχανία, σε αντίθεση με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τις ΗΠΑ, όπου τρέχει για δεύτερο χρόνο φέτος το πρόγραμμα IRA και την Κίνα, η οποία με τη σειρά της τρέχει το δικό της αναπτυξιακό πρόγραμμα.
Παρ’ όλα αυτά οι Γερμανοί επιμένουν σταθερά στη συνταγή της λιτότητας. Ήδη ο προϋπολογισμός του 2024 αναθεωρήθηκε, γιατί ενώ το προσχέδιο προέβλεπε δημοσιονομική σύσφιξη της τάξης του 0,6% του ΑΕΠ, αυξήθηκε στο 1% για να συμμορφωθεί με το “φρένο χρέους”. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ΔΝΤ εκτιμά ότι η σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής στη Γερμανία θα είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των οικονομιών του G7, με εξαίρεση την Ιαπωνία, το 2024-25.
Τα χρόνια προβλήματα
Εκτός από το δυσμενές γεωπολιτικό κλίμα, η Γερμανία παλεύει με τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού που έχει πλήξει τη βιομηχανία, τη γραφειοκρατία και την πολιτική αστάθεια του κλονισμένου συνασπισμού που βρίσκεται στην κυβέρνηση και τις καθυστερήσεις στο πρόγραμμα για την απαλλαγή της οικονομίας από τον άνθρακα.
Ένα τεράστιο πρόβλημα για τη Γερμανία είναι και το ότι έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες ανανέωσης του πληθυσμού, γεγονός που μακροπρόθεσμα θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην παραγωγή και στην κοινωνική συνοχή.
Ένα παλιό πλεονέκτημα το οποίο τώρα μετατρέπεται σε μειονέκτημα είναι και η πολιτική διατήρησης πολύ χαμηλών αμυντικών δαπανών. Από μείωση των δαπανών τα προηγούμενα χρόνια, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία έγιναν πρόσθετες δαπάνες και αυξήθηκαν κατακόρυφα λόγω και των απαιτήσεων που έχουν εγείρει οι ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ.
Το χτύπημα στη βιομηχανία
Η “αποπαγκοσμιοποίηση” της διεθνούς οικονομίας, που ξεκίνησε με την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, το υψηλό ενεργειακό κόστος και η απουσία κρατικής αρωγής, οδήγησαν σε μεγάλη απώλεια της ανταγωνιστικότητας την “καρδιά” της γερμανικής οικονομίας: τη βιομηχανία. Τούτο διότι το κόστος παραγωγής των προϊόντων είναι και θα παραμείνει υψηλό, μέχρις ότου η χώρα καταφέρει να εξασφαλίσει φθηνότερη ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και από την ανάπτυξη της τεχνολογίας του υδρογόνου στη βιομηχανία.
Τρανή απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί η γνωστή πια περίπτωσητης Volkswagen, η οποία ανακοίνωσε πρόσφατα 15.000 απολύσεις και περιορισμό των εργασιών της στη Γερμανία. Η επέλαση της Κίνας στον χώρο των ηλεκτρικών και υβριδικών αυτοκινήτων, σε συνδυασμό με την ακριβή χρηματοδότηση από τις τράπεζες οδήγησε στην απόφαση συρρίκνωσης των εργασιών. Το σοκ είναι τόσο μεγάλο, που κάποιοι φοβούνται ακόμη και την “εξαφάνιση” της πόλης του Βόλφσμπουργκ, όπου έχει την έδρα του ο κολοσσός της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας που απασχολεί εντός της χώρας 120.000 άτομα. Την ίδια ώρα η TESLA παράγει ήδη υψηλής ποιότητας ηλεκτρικά αυτοκίνητα σε εργοστάσιό της στο Βερολίνο και η κινεζική BYD ήρθε σε συμφωνία με την ουγγρική κυβέρνηση για την κατασκευή εργοστασίου παραγωγής φθηνών ηλεκτρικών αυτοκινήτων στο έδαφός της.
Η επίσης κραταιά χημική βιομηχανία της Γερμανίας συνεχίζει να πάσχει από το κόστος ενέργειας αλλά και την ακριβή χρηματοδότηση των εργασιών της. Οι εξαγωγές ανέκαμψαν μεν τον Αύγουστο, καταγράφοντας αύξηση κατά 1,7%, αλλά οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 5,4% και ιδιαίτερα εκείνες που προέρχονται από την Ευρωζώνη, οι οποίες κατέγραψαν αύξηση κατά 9,3%.
Το κλίμα ανασφάλειας και περιορισμών αποτυπώνει και ο δείκτης Ifo, ο οποίος θεωρείται το σημαντικότερο βαρόμετρο για την οικονομία στη Γερμανία και στηρίζεται σε έρευνα με τη συμμετοχή περίπου 9.000 διευθυντικών στελεχών. Οι ειδικοί ανέμεναν ότι ο δείκτης θα υποχωρούσε μόνο στις 86 μονάδες. Ωστόσο ο δείκτης προσδοκιών υποχώρησε στις 85,4 μονάδες, με τις εταιρείες να αξιολογούν ότι οι προοπτικές τους επιδεινώνονται συνεχώς. Ειδικά ο υποδείκτης της βιομηχανίας υποχώρησε κατά 21,7 μονάδες τον Σεπτέμβριο, έναντι πτώσης 15,6 μονάδων έναν χρόνο νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 2023.
Οι επιπτώσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη
Η Γερμανία και η Γαλλία, εκτός από δύο μεγαλύτερες οικονομίες, είναι και τα δύο άκρα του γαλλογερμανικού άξονα, ο οποίος ορίζει τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά σύμπτωση η γερμανική και η γαλλική οικονομία είναι οι δύο οικονομίες με τις χειρότερες επιδόσεις εντός της Ε.Ε. Αντίθετα οι λεγόμενες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα, διατηρούν θετική αναπτυξιακή δυναμική.
Αυτό θα ήταν μόνο ένα πλήγμα στο γόητρο των δύο μεγάλων οικονομιών της Ευρώπης, αν δεν βρισκόμασταν σε ένα σταυροδρόμι κρίσιμων εξελίξεων για την Ε.Ε., η οποία ήδη δέχεται επίθεση και θα πρέπει να βρει τα χρήματα και τις πολιτικές, για να αντιμετωπίσει τον εντεινόμενο ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Θα πρέπει να αποδεχθεί το κοινό χρέος ως μέσο χρηματοδότησης των πολιτικών που θα ολοκληρώσουν την απεξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα και θα προωθήσουν την έρευνα που θα κλείσει το ψηφιακό κενό με τους άμεσους ανταγωνιστές της. Επίσης, μετά τις αποστάσεις που θα πάρουν οι ΗΠΑ από την κοινή άμυνα υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, θα πρέπει η Ευρώπη να βρει τα χρήματα για να χρηματοδοτήσει κοινά αμυντικά πρότζεκτ, ώστε σε δεύτερο χρόνο να δημιουργηθεί μια κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας, η οποία θα συνδέεται αλλά δεν θα εξαρτάται απόλυτα από τη νοτιοατλαντική συμμαχία.
Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι μιλάει για πρόσθετες ετήσιες επενδύσεις ύψους σχεδόν 1 τρισ. ευρώ (800 δισ. για πράσινη και 200 εκατ. ευρώ για ψηφιακή μετάβαση), αν θέλει η Ε.Ε. να μην γίνει ουραγός στην ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στις μεγάλες οικονομικές οντότητες. Μιλάει επίσης για κοινές προμήθειες φυσικού αερίου, εκσυγχρονισμό των δικτύων μεταφοράς και αλλαγές στις αγορές ενέργειας, ώστε μέχρι η Ευρώπη να απεξαρτηθεί από τα ορυκτά καύσιμα, να μπορεί να λειτουργεί την οικονομία της με ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας. Με δυο λόγια, ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ προτείνει μεγαλύτερη ενοποίηση της Ευρώπης, σε ένα περιβάλλον που αλλάζει με ταχείς ρυθμούς. Μάλιστα οι αλλαγές αυτές αναμένεται να επιταχυνθούν περαιτέρω, μετά τις εκλογές που θα γίνουν στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο. Τότε θα ενεργοποιηθεί πλήρως και το δίπολο ΗΠΑ – Κίνας.
Χωρίς τη συμφωνία του γαλλογερμανικού άξονα δεν είναι δυνατό να υπάρξουν εξελίξεις τέτοιας κλίμακας. Πολύ περισσότερο όταν το ένα από τα δύο μέλη του άξονα, η Γερμανία, αρνείται τη μεγαλύτερη ενοποίηση της Ε.Ε.
Η Ελλάδα έχει τοποθετηθεί καθαρά υπέρ της ομάδας των “ευρωπαϊστών” της Ε.Ε., έχοντας να καλύψει τη στέρηση πολλών ετών σε επενδύσεις που δημιούργησε η πολυετής οικονομική κρίση. Ωστόσο, θα πρέπει να περιμένει μέχρι να ξεκινήσει ο ουσιαστικός διάλογος για την επόμενη ημέρα της Ε.Ε.
Capital.gr
Πηγή: philenews.com