Με τον πληθυσμό να μειώνεται και κυρίως το ποσοστό των νέων στο σύνολο του εργατικού δυναμικού, η αντιμετώπιση του Δημογραφικού ανάγεται σε πρόβλημα πρώτης προτεραιότητας προς επίλυση. Μπορεί τα στοιχεία της Eurostat και του υπουργείου Εργασίας να δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει τα υψηλότερα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, ωστόσο έχει τους πιο πολλούς συνταξιούχους μεγάλης ηλικίας. Το 91,62% των συνταξιούχων (2.275.637) είναι άνω των 60 ετών, ενώ το 81,41% των συνταξιούχων (2.022.069) είναι άνω των 65 ετών. Μόνο το 4,34% (107.824) είναι κάτω των 55 ετών (χήρες – ορφανά). Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι, με τα Μνημόνια, κόπηκαν αρκετές συντάξεις σε νεότερες ηλικίες. Εάν δεν είχε γίνει αυτό, η πίεση στο Ασφαλιστικό και για αύξηση στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα ήταν μεγαλύτερη. Ωστόσο, η αναθεώρηση, βάσει του προσδόκιμου ορίου, θα γίνει το 2027.
Κυβενητικά στελέχη καθησυχάζουν λέγοντας ότι στα χρόνια των Μνημονίων αυξήθηκαν νωρίτερα και περισσότερο τα όρια ηλικίας. Από την άλλη, ο ΟΟΣΑ και η Eurostat προβλέπουν μελλοντική αύξηση των γενικών ορίων συνταξιοδότησης στη χώρα μας λόγω της πίεσης που ασκούν το Δημογραφικό και η γήρανση του πληθυσμού.
Οσον αφορά το μερίδιο των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στον συνολικό πληθυσμό, η Ιταλία (24%), η Πορτογαλία (24%), η Βουλγαρία (23,5%), η Φινλανδία (23,3%) και η Ελλάδα (23%) είχαν τα υψηλότερα ποσοστά. Οι προβολές μέχρι το 2050 και το 2080 δείχνουν ότι ο πληθυσμός με ηλικίες κάτω των 25 ετών μειώνονται με διπλάσιο ρυθμό από ό,τι αυξάνονται οι ηλικίες άνω των 65 ετών στην Ελλάδα.
Επειδή η βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού εξαρτάται από τις εισφορές των εργαζομένων, οι οποίες πρέπει να καλύπτουν τις ανάγκες των συνταξιούχουν, το ισοζύγιο βγαίνει θετικό είτε με αύξηση των ορίων ηλικίας είτε με μεγάλη μείωση των συντάξεων ή με μεγάλη αύξηση των εισφορών.