Table of Contents
Την Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου το δημοσίευμα του «Economist» έμοιαζε να αποτελεί τον ιδανικό επίλογο ενός σημαδιακού έτους για την ελληνική οικονομία. Το έγκυρο οικονομικό περιοδικό χαρακτήριζε την Ελλάδα ως «χώρα της χρονιάς» για το 2023, σχολιάζοντας ότι η Αθήνα «δείχνει ότι από το χείλος της κατάρρευσης είναι δυνατόν να θεσπιστούν σκληρές, λογικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, να ανασυγκροτηθεί το κοινωνικό συμβόλαιο, να επιδειχθεί συγκρατημένος πατριωτισμός και να κερδηθούν εκλογές».
Κατά τις προηγούμενες εβδομάδες οι οίκοι Standard and Poor’s, Fitch, DBRS και Scope είχαν προχωρήσει σε αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, 13 ολόκληρα χρόνια μετά τη σαρωτική υποβάθμιση των ελληνικών κρατικών τίτλων, στη δίνη της κρίσης χρέους. «Αναμένουμε πρόσθετες διαρθρωτικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τα κονδύλια της ΕΕ, τα οποία θα στηρίξουν την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη τα έτη 2023 – 2026 και θα συνδράμουν στη συνεχή μείωση του δημόσιου χρέους» ανέφερε η S&P. «Η Ελλάδα διατηρεί υψηλή δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση, με το πρωτογενές πλεόνασμα να αναμένεται να αυξηθεί στο 1,1% του ΑΕΠ το 2023 και κατά μέσο όρο στο 2,2% το 2024 – 2025» σχολίαζε η Fitch. «Η πολιτική ατζέντα της νέας κυβέρνησης ευθυγραμμίζεται σε γενικές γραμμές με τις προσδοκίες» καθώς «αναμένεται να παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική πειθαρχία» τόνιζε στις αρχές Σεπτεμβρίου η DBRS, ενώ η Scope Ratings περιέγραφε ως παράγοντες που οδήγησαν στην επενδυτική βαθμίδα την ενίσχυση της ευρωπαϊκής θεσμικής στήριξης, την ευνοϊκή πορεία του δημόσιου χρέους και τις μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα.
Την ίδια περίοδο δεν έλειψαν οι κολακευτικές αναφορές κορυφαίων αξιωματούχων διεθνών οργανισμών. Ενδεικτικά τα λόγια της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία στις 25 Οκτωβρίου 2023 δήλωνε από την Αθήνα ότι «η Ελλάδα επέστρεψε εντυπωσιακά από την πανδημία» ενώ «δεν είναι μόνο η οικονομία που ήταν ανθεκτική, αλλά και ο ελληνικός λαός».
Οι θριαμβευτικές δηλώσεις, οι διαδοχικές αναβαθμίσεις και τα εγκωμιαστικά δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο αποτελούν τη «φωτεινή πλευρά του φεγγαριού». Γιατί υπάρχει και η σκοτεινή: σμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι Ελληνες είναι οι πιο σκληρά εργαζόμενοι στην Ευρώπη με 1.886 ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο το 2022. Κατά τη Eurostat, την ίδια χρονιά η χώρα μας βρισκόταν στην κορυφή της Ευρώπης στην ανεργία των γυναικών και στη δεύτερη θέση στην ανεργία των νέων, πίσω μόνο από την Ισπανία. Το 18,7% του πληθυσμού αδυνατούσε να κρατήσει το σπίτι του επαρκώς ζεστό τον χειμώνα, με την Ελλάδα να κατατάσσεται έτσι τρίτη στη σχετική λίστα της ευρωπαϊκή στατιστικής αρχής πίσω μόνο από την Κύπρο και τη Βουλγαρία, ενώ σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανερχόταν σε 26,3%, πίσω μόνο από τη Βουλγαρία.
Αυθόρμητα γεννάται το ερώτημα: Πώς εξηγείται η αντίφαση ανάμεσα στα θετικά μηνύματα για την πορεία της οικονομίας και τη σταθερά δύσκολη καθημερινότητα που αντιμετωπίζουν δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι της χώρας;
Θέατρο σκιών
Θέσαμε το παραπάνω ερώτημα στον Σταύρο Μαυρουδέα, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Ο ίδιος περιγράφει τα τεκταινόμενα στην ελληνική οικονομία ως ένα «θέατρο σκιών». «Η γενική εικόνα είναι ότι στην ελληνική οικονομία βλέπουμε ένα θέατρο σκιών. Βελτιώνονται περιστασιακά – και βραχυπρόθεσμα – κάποια μεγέθη, όπως συνέβαινε και στο παρελθόν, και αυτό προβάλλεται ως «οικονομικό θαύμα»» υποστηρίζει.
Κατά τον καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου, οι θριαμβολογίες για την πορεία της ελληνικής οικονομίας αποτελούν επικοινωνιακό τρικ, το οποίο ευνοείται από τα καύσιμα της μεταπανδημικής ανάκαμψης και τις εισροές πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Οπως λέει, «στην πραγματικότητα ισχύει η αρχαιοελληνική ρήση ότι ενώ τα σπίτια μας καίγονται, εμείς τραγουδάμε».
Τα δημοσιονομικά και το χρέος
Ηταν 8 Μαΐου του 2023, λίγες εβδομάδες πριν από την εκλογική αναμέτρηση της 21ης Μαΐου, όταν με ανοιχτή επιστολή προς τους προέδρους της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλέκος Παπαδόπουλος προειδοποιούσε μεταξύ άλλων ότι «η συνεχής και συγχρονισμένη προβολή μιας ρόδινης εικόνας για την κατάσταση των δημόσιων οικονομικών δεν υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και δεν επιτρέπει στον πολίτη να χαράξει και να ακολουθήσει αξιόπιστη προσωπική και επαγγελματική πορεία», κρούοντας τον κώδωνα κινδύνου για το χρέος.
«Το απόλυτο μέγεθος του χρέους έχει αυξηθεί ξεπερνώντας πλέον τα 400 δισ. ευρώ» υπογραμμίζει ο Σταύρος Μαυρουδέας, παρά την τεχνητή μείωση που παρατηρείται στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ λόγω πληθωρισμού. Τονίζει δε ότι σε πραγματικές διαστάσεις «η οικονομία παρουσιάζει πολύ πιο μικρή αύξηση από ό,τι καταγράφεται σε ονομαστική βάση».
Από την άλλη, όπως εξηγεί ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, ο πληθωρισμός αυξάνει τα φορολογικά έσοδα, άρα διευκολύνει την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, ενώ αυξάνεται πολύ και ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός που δεν αποτυπώνεται στο χρέος. Μάλιστα «αυτό γίνεται με τη συναίνεση της ΕΕ, που σε άλλη περίοδο θα αντιδρούσε έντονα».
Καμπανάκι για το ισοζύγιο
Σε συνέντευξή του στις 7 Νοεμβρίου 2023 ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας υπογράμμιζε ότι η Ελλάδα έχει «το μεγαλύτερο έλλειμμα όλων των χωρών του ΟΟΣΑ» στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, διευκρινίζοντας πάντως ότι δεν πρόκειται για μια κατάσταση επικίνδυνη επειδή δεν προκαλείται από τον δημόσιο τομέα.
«Στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά» τονίζει και ο Σταύρος Μαυρουδέας, συνδέοντας την κατάσταση αυτή με την αποβιομηχάνιση και τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού. «Ο,τι παράγεται στη χώρα έχει χαμηλή προστιθέμενη αξία λόγω της χαμηλής τεχνολογίας με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει χαμηλό δείκτη ανταγωνιστικότητας», προσθέτοντας ότι από τις εισαγωγές δεν εξαρτάται μόνο η κατανάλωση αλλά και η βιομηχανική παραγωγή. «Ετσι κάθε αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ επιφέρει αναγκαστικά και επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και κατ’ επέκταση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών». Οπως υπογραμμίζει η ανισομετρία αυτή δεν αντισταθμίζεται από τις Αμεσες Ξένες Επενδύσεις επειδή αυτές «δεν κατευθύνονται κυρίως σε παραγωγικές δραστηριότητες αλλά σε ακίνητα, τουρισμό, συγχωνεύσεις και εξαγορές και ανακεφαλαιοποιήσεις επιχειρήσεων».
Αποταμίευση και μισθοί
Και τα προβλήματα δεν σταματούν εδώ. «Υπάρχουν και άλλες πλευρές, όπως η πολύ χαμηλή αποταμίευση που σχετίζεται αφενός με τη λιτότητα που πλήττει τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, κυρίως τους εργαζομένους, αφετέρου στο γεγονός ότι οι επιχειρηματικές καταθέσεις συχνά κατευθύνονται προς το εξωτερικό» λέει ο Σταύρος Μαυρουδέας. «Την ίδια ώρα, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα δίνει πολύ λίγα δάνεια, ενώ αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού μειώνει τις καταθέσεις του για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην ακρίβεια».
Πράγματι, με βάση την Εκθεση Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ (Νοέμβριος 2023), μόλις το 23% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αποταμιεύει έστω και κάποια μικρά ποσά, ενώ το 61% «μόλις που τα βγάζει πέρα», ένα 14% «τρώει από τα έτοιμα» και άλλο ένα 8% «έχει χρεωθεί». Ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες εξασθένησε σημαντικά και διαμορφώθηκε στις -67,4 μονάδες (από -61,8), με το 85% των νοικοκυριών να μη θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 13% τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ΕΕ και ευρωζώνη οι αντίστοιχοι δείκτες διαμορφώθηκαν στις +4,3 και +3,7 μονάδες αντίστοιχα.
Στο μέτωπο της ανεργίας ο καθηγητής του Παντείου τονίζει ότι η μεγάλη αποκλιμάκωση που παρατηρείται οφείλεται κυρίως στη μείωση του εργατικού δυναμικού της χώρας, ενώ υπενθυμίζει ότι, παρά την αύξηση των ονομαστικών μισθών, «οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα μειώνονται αντί να αυξάνονται». Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα το 2022 ο μέσος ονομαστικός μεικτός μισθός αυξήθηκε κατά 1,5% αλλά ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4% λόγω του πληθωρισμού 9,7%.
Διαρκής αναζήτηση success stories
Τα μελανά σημεία της ελληνικής οικονομίας γεννούν απορίες για την αίσθηση ευφορίας που καλλιεργείται από διεθνείς φορείς οι οποίοι άλλοτε συνήθιζαν να κατακεραυνώνουν την Αθήνα. Για τον Σταύρο Μαυρουδέα, η στάση αυτή των ευρωπαϊκών και διεθνών παραγόντων οφείλεται στην απελπισμένη ανάγκη των Βρυξελλών για θετικές ειδήσεις από την ΕΕ και την ευρωζώνη, με φόντο τους κλυδωνισμούς στην γερμανική «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας και τον διαρκή «πονοκέφαλο» της Ιταλίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον «η ΕΕ δεν θέλει κακά μαντάτα αυτή την περίοδο, γι’ αυτό και «σκουπίζει κάτω από το χαλί» όποια προβλήματα υπάρχουν».
Οι «γεμάτες καφετέριες»
Πώς συνάδουν όλα τα παραπάνω με τη γενικευμένη κινητικότητα που παρατηρείται κατά τη μεταπανδημική περίοδο στις πόλεις της χώρας; Οπως συχνά λέγεται, αφού οι καφετέριες είναι γεμάτες «πού είναι η φτώχεια;» Ο Σταύρος Μαυρουδέας αποδίδει τη φαινομενική αυτή αντίφαση σε «ένα πολιτισμικό χαρακτηριστικό» που υπάρχει σε κοινωνίες σαν την ελληνική, «ότι είναι αρκετά εξωστρεφείς λόγω κλιματικών συνθηκών, ιστορίας και παράδοσης». Ετσι, «ο κόσμος βγαίνει γιατί δεν αντέχει την κλεισούρα, αλλά κάνει μικρή κατανάλωση».
Υπάρχουν, βεβαίως, και μεγάλες ποσότητες χρήματος που κυκλοφορούν στον λεγόμενο «γκρίζο» τομέα της οικονομίας, τμήμα των οποίων αποτυπώνεται στην κατανάλωση. Είναι ενδεικτικό ότι, όπως είχε επισημάνει σε πρόσφατη ομιλία του ο Γιάννης Στουρνάρας δίνοντας μια τάξη μεγέθους του μαύρου χρήματος, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα φυσικών προσώπων στην ΑΑΔΕ το 2021 ήταν περίπου 84 δισ. ευρώ ενώ την ίδια χρονιά η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ ήταν υψηλότερη κατά περίπου 40 δισ. ευρώ.
Ο διοικητής της ΤτΕ σημείωνε ακόμα ότι «οι κατηγορίες που είναι σχετικά πιο επιρρεπείς στη φοροδιαφυγή είναι κυρίως οι αυτοαπασχολούμενοι και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις», ενώ «πολίτες με πολύ υψηλά εισοδήματα έχουν στη διάθεσή τους μια σειρά εργαλείων φοροαποφυγής, όπως την ίδρυση offshore εταιρειών».