Πέντε μεγάλες προκλήσεις – τις γεωπολιτικές εντάσεις, το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων, την εποπτεία της τεχνητής νοημοσύνης, τις δυσκολίες προς την πράσινη μετάβαση και τις επερχόμενες κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις – καλείται να αντιμετωπίσει η παγκόσμια οικονομία μέσα στο 2024.
Στο μέτωπο της γεωπολιτικής ήδη ο κόσμος ζει δύο μεγάλες συγκρούσεις με τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον πόλεμο του Ισραήλ με τη Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας. Την ίδια στιγμή συνεχίζεται η κόντρα των ΗΠΑ με την Κίνα, που έχει εξελιχθεί σε εμπορικό πόλεμο αλλά και σε έντονη διαμάχη για τις σφαίρες επιρροής – διαμάχη που φτάνει μέχρι την Ταϊβάν και άλλες χώρες. Ολα αυτά έχουν – εκτός από πολιτικοκοινωνικές – και οικονομικές προεκτάσεις αλλάζοντας συνθήκες που είχαν εδραιωθεί έπειτα από χρόνια παγκοσμιοποίησης.
Νομισματική πολιτική. Οι εκλογές που θα γίνουν σε πολλές χώρες μπορεί να φέρουν περαιτέρω ανατροπές σε πολιτικές. Στις κάλπες θα οδηγηθούν μεταξύ άλλων οι ΗΠΑ και η Ινδία, αλλά και πιο περιφερειακές οικονομίες όπως αυτή της Ινδονησίας.
Σε αμιγώς οικονομικό μέτωπο, οι ανεπτυγμένες χώρες περιμένουν το 2024 πιο καλά νέα ειδικά από το μέτωπο των επιτοκίων, αφού ειδικά σε ΗΠΑ και Ευρώπη έχει δημιουργηθεί η ελπίδα ότι το κόστος δανεισμού θα υποχωρήσει έπειτα από σημάδια αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες και κυρίως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει τώρα να αποφασίσουν πότε και πόσο θα αλλάξουν νομισματική πολιτική ύστερα από περίπου ενάμιση χρόνο αυστηρότητας που έχει οδηγήσει στα ύψη το κόστος εξυπηρέτησης πάσης φύσης δανείων – κρατών, επιχειρήσεων και ιδιωτών.
Οι εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) τρέχουν ταυτόχρονα με ραγδαίους ρυθμούς και απειλούν να αλλάξουν άμεσα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις και να φέρουν αλλαγές στην απασχόληση. Οι φωνές για την ανάγκη ρυθμιστικού πλαισίου ΑΙ αυξάνονται συνεχώς, ενώ από την πρόοδο στον τομέα αυτόν ετοιμάζονται να επωφεληθούν οι εταιρείες εκείνες που είναι διατεθειμένες να επενδύσουν περισσότερα χρήματα και άλλους πόρους στις τεχνολογίες αυτές. Ετσι έχει αρχίσει να μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ τεχνολογικών ομίλων και άλλων πιο παραδοσιακών εταιρειών.
Την ίδια στιγμή, πολλές είναι οι υποσχέσεις που έχουν δοθεί για την πράσινη μετάβαση την ώρα που το κλίμα ανά τον κόσμο αλλάζει με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Οι θερμοκρασίες σε πολλές χώρες είναι υψηλότερες από ποτέ και γίνονται συνεχώς προσπάθειες να συνεργαστούν ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες προς έναν κοινό σκοπό.
Προβλέψεις. Μέσα σε όλα αυτά, άλλοι οίκοι είναι περισσότερο και άλλοι λιγότερο αισιόδοξοι για το νέο έτος. Η Goldman Sachs ανήκει στους πιο αισιόδοξους και αναμένει πως η παγκόσμια οικονομία θα ξεπεράσει τις προσδοκίες το 2024, όπως έκανε το 2023 – όπως σημειώνουν αναλυτές της. Αυτή η προοπτική βασίζεται στην πρόβλεψη των οικονομολόγων της επενδυτικής τράπεζας για ισχυρή αύξηση του εισοδήματος εν μέσω μείωσης του πληθωρισμού και της ισχυρής αγοράς εργασίας, στην προσδοκία ότι οι αυξήσεις επιτοκίων έχουν ήδη επιφέρει τα μεγαλύτερα χτυπήματα στην αύξηση του ΑΕΠ και στην άποψη ότι η μεταποίηση θα ανακάμψει.
Οι κεντρικές τράπεζες, εν τω μεταξύ, θα έχουν χώρο να μειώσουν τα επιτόκια εάν ανησυχούν για την επιβράδυνση της οικονομίας.
Η Fitch Ratings από την πλευρά της αναφέρει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη παρέμεινε σε καλά επίπεδα το 2023 λόγω της ομαλοποίησης της κατανάλωσης στην Κίνα και της ανάκαμψης της ανάπτυξης των ΗΠΑ, οι οποίες αντιστάθμισαν την απότομη επιβράδυνση στην Ευρώπη στον απόηχο του περιφερειακού ενεργειακού σοκ του 2022.
Οι κεντρικές τράπεζες ανησυχούν για την πρόωρη δήλωση νίκης στον αγώνα κατά του πληθωρισμού και θα διατηρήσουν τα επιτόκια «περιοριστικά» για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως εκτιμάται από τον οίκο, η Fedαναμένεται να διατηρήσει τα επιτόκια σε αναμονή μέχρι τον Ιούλιο και στη συνέχεια να μειώσει κατά 100 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του έτους σε 4,75 %, σημειώνεται. Η ΕΚΤ αναμένεται να αρχίσει να χαλαρώνει τον Απρίλιο, μειώνοντας τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του έτους, διαμορφώνοντας το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης στο 3,75%.