Γόρδιο δεσμό φαίνεται να επίλυσε τελικά το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, προβαίνοντας σε ερμηνεία του άρθρου 23.4 του Συντάγματος, κατά πόσο ένα διάταγμα απαλλοτρίωσης, του οποίου ο σκοπός επιτεύχθηκε, είναι νόμιμο.
Το ζήτημα που τέθηκε να αποφασίσει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό ήταν το κατά πόσο δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση Διατάγματος απαλλοτρίωσης, του οποίου ο σκοπός έχει ήδη επιτευχθεί και που είχε ως αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση, εκ των υστέρων, παρανόμως διενεργηθείσας και ήδη συντελεσθείσας επέμβασης σε ιδιωτική περιουσία.
Τα γεγονότα εκτίθενται στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην αίτηση αρ.2/2024, ημερ.30.10.2024, κατόπιν έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, όπου το Δικαστήριο έθεσε τα πιο πάνω ερωτήματα προς απάντηση.
Πρωτόδικη απόφαση
Συγκεκριμένα, ακίνητο αρχικά απαλλοτριώθηκε αλλά επακολούθησε ακυρωτική απόφαση, οπότε το διάταγμα απαλλοτρίωσης ανακλήθηκε. Στη συνέχεια δημοσιεύθηκε νέο διάταγμα απαλλοτρίωσης, εναντίον της νομιμότητας του οποίου καταχωρήθηκε σχετική προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο.
Επί του προκειμένου, το Δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο ένα διάταγμα απαλλοτρίωσης του οποίου ο σκοπός επιτεύχθηκε πριν την έκδοση του, είναι νόμιμο. Ερμηνεύοντας το άρθρο 23.5 του Συντάγματος, έκρινε ότι η εκτέλεση του σκοπού έπεται της απαλλοτρίωσης και τόνισε ότι δεν νοείται ούτε είναι αποδεκτό η διοίκηση να επεμβαίνει σε ιδιωτική ακίνητη ιδιοκτησία, χωρίς να έχει προηγηθεί νόμιμη απαλλοτρίωση. Οτιδήποτε άλλο ισοδυναμεί με κατάχρηση εξουσίας και ακύρωσε το διάταγμα απαλλοτρίωσης.
Η έφεση
Η Κυπριακή Δημοκρατία καταχώρησε έφεση αλλά το Εφετείο με απόφαση του την απέρριψε και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, σημειώνοντας ότι δεν δύναται να νομιμοποιείται εκ των υστέρων, με διάταγμα απαλλοτρίωσης, παρανόμως διενεργηθείσα και συντελεσθείσα επέμβαση σε ιδιωτική περιουσία. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ευθεία παραβίαση των προνοιών του άρθρου 23.5 του Συντάγματος.
Απόφαση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, έκρινε ότι ο Συνταγματικός Νομοθέτης προσδιόρισε με σαφήνεια, ακρίβεια και κατά αποκλειστικό τρόπο τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες το Κράτος και/ή η Διοίκηση ασκεί την εξουσία για απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας και οι οποίες συνίστανται, α) στην εξυπηρέτηση σκοπού δημόσιας ωφέλειας, β) ο οποίος εξειδικεύεται σε αιτιολογημένη απόφαση της απαλλοτριούσας αρχής και γ) με την καταβολή προκαταβολικά, δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης.
Επομένως, έκρινε ότι η κατάληξη του Εφετείου κατά τρόπο απόλυτο, συνιστά ένα επιπρόσθετο όρο που εμποδίζει την έκδοση Διατάγματος απαλλοτρίωσης, ο οποίος όμως δεν προβλέπεται από το άρθρο 23.4 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, δεν συμφώνησε ούτε και με την κατάληξη του Εφετείου ότι η έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης συνιστά ευθεία παραβίαση των προνοιών του άρθρου 23.5 του Συντάγματος.
Κατάληξη
Ερμηνεύοντας το άρθρο 23.4 του Συντάγματος, κατέληξε πως το γεγονός ότι ακυρώθηκαν προηγούμενα Διατάγματα απαλλοτρίωσης, ως και ότι το έργο έχει ήδη εκτελεσθεί, δεν εμποδίζει τη Διοίκηση να εκδώσει νέο Διάταγμα απαλλοτρίωσης.
Τόνισε ότι τούτο δεν εξυπακούει εκ των υστέρων νομιμοποίηση και ότι το νόμιμο συναρτάται σε κάθε περίπτωση από τα γεγονότα που την περιβάλλουν.
Είναι δεδομένο το δικαίωμα του ιδιοκτήτη για δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, αλλά και για οποιαδήποτε τυχόν παράνομη επέμβαση, προς πλήρη αποκατάσταση των δικαιωμάτων του στα πλαίσια πολιτικής αγωγής.
Επί του ισχυρισμού που προβλήθηκε περί παραγνώρισης προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης με την έκδοση του νέου διατάγματος απαλλοτρίωσης, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υιοθέτησε τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Ιωάννου κ.α. v. Δημοκρατία (2006) 3ΑΑΔ 161, όπου αποφασίστηκε «είναι αλήθεια ότι η απαλλοτρίωση του ακινήτου ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά αυτό δεν καθιστά την προ της ακυρώσεως ανέγερση των οικοδομών παράνομη.
Αμέσως μετά την ακύρωση της προηγούμενης απαλλοτρίωσης η διοίκηση προέβη σε νέα απαλλοτρίωση του ακινήτου. Θα καταλήγαμε σε παράλογα αποτελέσματα αν ουσιαστικά αποφασίζαμε ότι ακίνητο του οποίου η απαλλοτρίωση ακυρώθηκε για οιονδήποτε λόγο από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί εκ νέου, αν ανεγέρθηκαν ήδη σε αυτό νόμιμα οικοδομές.
Δεν συμφωνούμε ότι προς ενεργό συμμόρφωση θα έπρεπε τα κτήρια να κατεδαφιστούν και να κτιστούν εκ νέου μετά τη νέα απαλλοτρίωση. Αν οι ιδιοκτήτες θεωρούσαν ότι οι υφιστάμενες επί του ακινήτου οικοδομές παραβίαζαν τον νόμο, μπορούσαν να εγείρουν στο Επαρχιακό Δικαστήριο αγωγή για παράνομη επέμβαση.
Η νέα απαλλοτρίωση δεν συνιστά απόπειρα κάλυψης της παρανομίας, αλλά μια νόμιμη διέξοδο που είχε η διοίκηση μετά την ακύρωση της προηγούμενης απαλλοτρίωσης.»
Γι΄αυτό και παραμέρισε την απόφαση του Εφετείου που επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.
- Δικηγόρος στη Λάρνακα
Πηγή: philenews.com