Στη χώρα μας, η δημόσια συζήτηση για το κατά πόσον έχουμε ένα φορολογικό σύστημα δίκαιο, κοστοστρεφές, σταθερό και αποτελεσματικό καλά κρατεί. Τέσσερις λέξεις – αυτονόητες για κάθε οργανωμένη κοινωνία – αποτελούν διαρκές ζητούμενο για εμάς. Η πρόσφατη επαναφορά των αναχρονιστικών τεκμηρίων για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των ανεξάρτητα απασχολούμενων και των ελεύθερων επαγγελματιών κατέδειξε με πανηγυρικό τρόπο την έλλειψη νεωτερικής φορολογικής πολιτικής.
Αλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε την υψηλότατη φορολογική επιβάρυνση των φυσικών προσώπων (ιδίως των μισθωτών) στη χώρα μας. Στον τομέα αυτόν «πρωτεύουμε» (είμαστε στην 9η θέση των χωρών μελών του ΟΟΣΑ) εάν συνυπολογίσουμε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνικά άδικοι έμμεσοι φόροι παραμένουν υψηλοί. Η Ελλάδα έχει τον πέμπτο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ στην ΕΕ και έναν από τους υψηλότερους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα.
Ο εκάστοτε κυβερνητικός αντίλογος στα ανωτέρω αδιαμφισβήτητα δεδομένα είναι ότι λόγω της υψηλής φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής δεν είναι εφικτή η μείωση των φορολογικών βαρών για τους συνεπείς πολίτες. Μήπως, όμως, η ανωτέρω διαχρονική πολιτική μανιέρα πρέπει επιτέλους να εγκαταλειφθεί; Μήπως πρέπει να δούμε εξαρχής το ζήτημα της αναδιάταξης του φορολογικού συστήματος της χώρας; Μήπως πρέπει να εγκαταλείψουμε τα ιερά τοτέμ της μεταπολεμικής Ελλάδας και να αναζητήσουμε τρόπους φορολόγησης της κατανάλωσης και όχι του εισοδήματος; Αλλωστε, η άποψη ότι το εισόδημα αποτελεί τον καταλληλότερο δείκτη φοροδοτικής ικανότητας, αφού προσδιορίζει με τον καλύτερο τρόπο το μέγεθος της αγοραστικής δύναμης των πολιτών δεν είναι ούτε αναντίλεκτη ούτε νεωτερική.
Εδώ και αρκετά χρόνια σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο έχει ξεκινήσει μια ζωηρή επιστημονική συζήτηση για κατάργηση του άμεσου φόρου εισοδήματος και αντικατάστασή του με ένα γενικό προοδευτικό φόρο κατανάλωσης (progressive consumption tax). Τούτος δεν ταυτίζεται με τον ΦΠΑ ούτε οδηγεί στην κατάργηση του τελευταίου. Και τούτο διότι δεν είναι φόρος επιρριπτόμενος στην κατανάλωση ούτε επιβάλλεται ανά προϊόν/υπηρεσία. Απλά, η κατανάλωση συνδιαμορφώνει τη φορολογητέα βάση. Για παράδειγμα, εάν ένας πολίτης δηλώσει εισόδημα 30.000€, αφαιρεθεί το γενικό αφορολόγητο όριο (π.χ. 10.000€) και δεν δηλώσει αποταμίευση ή επένδυση του κτηθέντος εισοδήματος τότε το υπόλοιπο θεωρείται ως προϊόν κατανάλωσης και επ’ αυτού εφαρμόζονται οι προοδευτικοί φορολογικοί συντελεστές (λ.χ. 20% Χ 20.000€).
Ο καλόπιστος αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι έτσι δε διασφαλίζεται η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Πρώτα πρώτα, σκοπός του ανωτέρω συστήματος φορολόγησης είναι να επιβραβευθεί η αποταμίευση και επένδυση του κτηθέντος εισοδήματος και όχι η κατανάλωσή του. Δεύτερον, με τα σύγχρονα μέσα τεχνολογίας (ΑΙ, ηλεκτρονικές συναλλαγές, POS κ.λπ.) είναι εφικτό να προσδιορίζεται η πραγματική κατανάλωση στον μέγιστο βαθμό προσαυξάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την τελική φορολογητέα βάση εκάστου πολίτη. Δηλαδή εάν το προϊόν κατανάλωσης είναι μεγαλύτερο του δηλωθέντος εισοδήματος και δεν δύναται να συμψηφιστεί με μη αναλωθέν εισόδημα περασμένων ετών (αποταμίευση κ.λπ.) αντίστοιχα και αυτόθροα προσαυξάνεται το κτηθέν εισόδημα.
Η ανωτέρω προοπτική πρέπει να εξεταστεί και στη χώρα μας. Στον βαθμό που θα κριθεί πιο αποτελεσματική για τα δημόσια έσοδα, θα οδηγήσει και σε μείωση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ κ.λπ.), αλλά πρωτίστως θα υποβοηθήσει την αποταμίευση και τις επενδύσεις. Εκτός εάν θέλουμε να παραμείνουμε παθητικοί καταναλωτές και όχι συνδιαμορφωτές της επόμενης ευρωπαϊκής ημέρας…