Δεν φτάνει που οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν από τα χαμηλότερα επιτόκια καταθέσεων και από τα υψηλότερα στα δάνεια, έχουν και υψηλές χρεώσεις και προμήθειες. Τώρα, προχωρούν σε μηνιαία πάγια χρέωση μόνο για την τήρηση ενός λογαριασμού πληρωμών.
Αυτή είναι η πρώτη ανάγνωση. Υπάρχει και μια δεύτερη, η οποία αρχικά μπορεί να μη βρει όλους σύμφωνους. Αξίζει, όμως, να την αναλύσουμε.
Καταρχήν, η μηνιαία χρέωση δεν αφορά λογαριασμούς που χρησιμοποιούνται από τους καταθέτες για αποταμίευση, μισθοδοσία, συντάξεις ή πληρωμές δανείων. Δηλαδή δεν αφορά σε βασική χρήση ενός λογαριασμού. Με τη διαφορά ότι ο λογαριασμός αυτός θα έχει μόνο μία χρεωστική κάρτα για ανάληψη ή κατάθεση και τίποτε άλλο. Η μηνιαία χρέωση αφορά σε λογαριασμούς που κάνουν πληρωμές, όπως πάγιες εντολές, μεταφορές χρημάτων, έχουν χρεωστική κάρτα, ή και πιστωτική κ.λπ.
Δεύτερον, οι τράπεζες θέλουν να αυξήσουν τη συναλλακτική σχέση με τους πελάτες, οι οποίοι τελικά κάνουν πληρωμές και πληρώνουν προμήθειες εκτός τραπέζης. Για παράδειγμα, εάν ένας πελάτης δέχεται το ενοίκιο ηλεκτρονικά κάθε μήνα, πληρώνει λογαριασμούς σε σουπερμάρκετ ή άλλα μη τραπεζικά ιδρύματα, πάλι πληρώνει προμήθεια και μάλιστα χάνεται και η σχέση με την τράπεζα. Εάν έχει συνδέσει την πληρωμή των λογαριασμών (ρεύμα, τηλεφωνία, κ.ά.) πάλι πληρώνει προμήθειες.
Υπολόγισαν λοιπόν ότι η μηνιαία χρέωση, π.χ. 50 σεντ, έρχεται φθηνότερα από π.χ. μία πάγια εντολή τον μήνα. Εάν ο πελάτης κάνει περισσότερες συναλλαγές, τότε προαιρετικά παίρνει ένα πακέτο, π.χ. 2 ευρώ τον μήνα και τότε –εάν μαζέψει όλες τις συναλλαγές σε έναν λογαριασμό μιας τράπεζας– μπορεί να έχει κέρδος από 5 έως 7 ευρώ τον μήνα. Οπως, π.χ. στην κινητή τηλεφωνία. Αντί για χρέωση ανά κλήση ή λεπτό, πώληση συνδρομής με δωρεάν η απεριόριστα κάποια λεπτά ομιλίας. Φυσικά, όλα δεν συμφέρουν σε όλους. Χρειάζεται, λοιπόν, ψάξιμο.