Στον απόηχο της αναβάθμισης από τον οίκο Standard & Poor’s των προοπτικών για την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας από σταθερές σε θετικές ξεκινά η νέα χρηματιστηριακή εβδομάδα, ενώ η αβεβαιότητα στις αγορές για τις γεωπολιτικές εξελίξεις παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Το προηγούμενο πενθήμερο, πάντως, η ελληνική αγορά άντεξε στις πιέσεις που δέχθηκαν διεθνώς οι μετοχικοί τίτλοι. Σε αυτό το διάστημα ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε κατά 0,57%, ενώ μεγαλύτερη ήταν η πτώση για τον τραπεζικό, που σημείωσε απώλειες 1,88%. Με τον τρόπο αυτόν περιορίστηκαν τα κέρδη τους από την αρχή του έτους σε 7,69% και 11,12% αντίστοιχα.
Αν και το ΧΑ βρέθηκε στη δίνη των ρευστοποιήσεων στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, κατάφερε να αντιδράσει. Με τρεις συνεχόμενες ανοδικές συνεδριάσεις πήρε πίσω ένα μεγάλο μέρος των απωλειών και προσέγγισε εκ νέου τα επίπεδα των 1.400 μονάδων. Σύμφωνα με αναλυτές, βραχυπρόθεσμα οι επενδυτές επιχειρούν να τιμολογήσουν τις επιπτώσεις που θα έχουν σε μακροοικονομικό επίπεδο τα πρόσφατα γεγονότα στη Μέση Ανατολή, μετά και την απάντηση του Ισραήλ στο χτύπημα του Ιράν. Οπως λένε, εάν η ένταση κλιμακωθεί και οι διεθνείς αγορές κινηθούν πτωτικά, η Λεωφόρος Αθηνών δύσκολα θα μείνει ανεπηρέαστη.
Επίσης, μένει να φανεί αν ενδεχόμενη αύξηση του πληθωρισμού, λόγω της ενίσχυσης των ενεργειακών τιμών, θα καθυστερήσει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες. Στην ευρωζώνη αναμένουν την πρώτη μείωση των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ τον Ιούνιο, ωστόσο για τη συνέχεια κάθε πρόβλεψη αξιολογείται στην παρούσα φάση ως επισφαλής.
Ακόμη πιο δύσκολη είναι η διατύπωση εκτιμήσεων για τα επιτόκια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να μην ξεκαθαρίζει τις προθέσεις της. Σύμφωνα με νέα ανάλυση της Schroders, οι αγορές δείχνουν τώρα λιγότερες από δύο μειώσεις επιτοκίων το 2024, ενώ τον Ιανουάριο είχαν υπολογίσει έξι ή επτά. «Η αλλαγή προσδοκιών της αγοράς δεν έφερε αντίδραση από τον πρόεδρο της Fed, Τζερόμ Πάουελ. Μετά το αποτύπωμα του πληθωρισμού τον Μάρτιο, ο ίδιος παραδέχθηκε ότι «είναι πιθανό να χρειαστεί περισσότερος χρόνος από τον αναμενόμενο για να έχει η κεντρική τράπεζα την αυτοπεποίθηση να αρχίσει να χαλαρώνει την πολιτική», σημειώνουν οι οικονομολόγοι του οίκου.
Τονίζουν δε πως «είναι πλέον αμφίβολο αν θα πραγματοποιηθεί χαλάρωση φέτος. Οι όποιες περικοπές θα εξαρτηθούν από την ύπαρξη πειστικών στοιχείων ότι ο πληθωρισμός συγκλίνει και πάλι προς τον στόχο. Αυτό όχι μόνο δεν θα δημιουργήσει την απαίτηση άμβλυνσης του διαδοχικού πληθωρισμού, αλλά θα εξαρτηθεί επίσης από την καλύτερη ισορροπία των συνθηκών στην αγορά εργασίας».
Παράλληλα, υποστηρίζουν ότι ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να καθυστερήσει τυχόν μειώσεις επιτοκίων είναι μια σημαντική κλιμάκωση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή. «Οι τελευταίες οικονομικές προβλέψεις μας περιλάμβαναν ένα σενάριο κινδύνου στο οποίο ξεσπά μια σύγκρουση στην περιοχή, συμπαρασύροντας τα δυτικά έθνη» αναφέρουν σχετικά στην ίδια ανάλυση.
Οπως εξηγούν, «ένα τέτοιο σενάριο θα διατάρασσε βασικές εμπορικές οδούς, καθώς και την προμήθεια πετρελαίου, ανεβάζοντας τις παγκόσμιες τιμές ενέργειας και αγαθών. Δεδομένων των ανησυχιών για τις πιεσμένες αγορές εργασίας και τις δευτερογενείς επιπτώσεις στους μισθούς, αυτό θα ωθούσε τις κεντρικές τράπεζες να καθυστερήσουν την έναρξη τυχόν κύκλων χαλάρωσης».