H απόκτηση αυτοκινήτου μέσω της μακροχρόνιας χρονομίσθωσης δείχνει να κερδίζει στην Ελλάδα συνεχώς έδαφος, χάρη στην πληθώρα επιλογών που παρέχονται από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά αλλά και τα πλεονεκτήματα που προσελκύουν χιλιάδες αγοραστές.
Στην ελληνική αγορά αυτοκινήτου τα τελευταία χρόνια το 50%-55% των πωλήσεων προέρχεται από τον κλάδο της χρονομίσθωσης, όντας η πιο δημοφιλής επιλογή αφού για περισσότερα από πέντε χρόνια το νέο νομοθετικό πλαίσιο έδωσε την ευκαιρία να αποκτήσουν νέο ΙΧ εκτός από τις επιχειρήσεις και οι ιδιώτες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αγορά χρονομίσθωσης αποτελεί τον βασικό πυλώνα στήριξης των πωλήσεων καινούργιων ΙΧ.
Τα προγράμματα. Η αγορά των χρονομισθώσεων ενισχύεται συνεχώς και από τις εταιρείες λίζινγκ που πλέον προσφέρουν πληθώρα επιλογών με έμφαση στα χαμηλά μισθώματα – κυρίως στα μικρά και μικρομεσαία μοντέλα –, που στρέφουν τους υποψήφιους αγοραστές με ταχείς ρυθμούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον δρόμο του λίζινγκ επιλέγουν όσοι έχουν αποφασίσει να αποκτήσουν ένα SUV ή και πιο ακριβές προτάσεις στην πολυτελή κατηγορία χωρίς να επενδύουν μεγάλα χρηματικά κεφάλαια για την απόκτησή τους.
Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες αυτοκινήτου που προβαίνουν στη χρονομίσθωση επιλέγουν ως επί το πλείστον μισθώσεις χωρίς προκαταβολή, με τη διάρκεια της χρονομίσθωσης κατά μέσο όρο να αγγίζει τους 48 μήνες. Επίσης, ο μισθωτής μετά το πέρας της χρονομίσθωσης μπορεί είτε να το εξαγοράσει είτε να το επιστρέψει.
Ενώ μπορεί να καθορίσει το μηνιαίο μίσθωμα σε συνάρτηση με την προκαταβολή – ανάλογα με το μοντέλο που τον ενδιαφέρει.
Το πιο σημαντικό είναι ότι ο ιδιοκτήτης το μόνο έξοδο που έχει (εκτός από το μηνιαίο μίσθωμα) είναι τα καύσιμα – και φυσικά τα πιθανά πρόστιμα του ΚΟΚ. Τα υπόλοιπα έξοδα καλύπτονται από το «πακέτο» που συνοδεύει την αγορά του λίζινγκ.
Συγκεκριμένα, ο ιδιοκτήτης ενός αυτοκινήτου μέσω χρονομίσθωσης δεν πληρώνει τέλη κυκλοφορίας, τα προγραμματισμένα σέρβις, την αλλαγή ελαστικών, ενώ η μικρή ασφάλεια καλύπτει και τις ζημιές σε περίπτωση ατυχήματος (εδώ υπάρχει και ένα ποσό απαλλαγής 250-300 ευρώ το οποίο ο μισθωτής χρεώνεται για ζημιές που δεν υπερβαίνουν αυτό το ποσό).
Σαφώς, το μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι ο μισθωτής ενός αυτοκινήτου μέσω λίζινγκ δεν δαπανά μεγάλα χρηματικά ποσά για την απόκτηση ενός δικού του αυτοκινήτου.
Το κόστος συντήρησης. Σαφώς, στην περίπτωση αγοράς ενός αυτοκινήτου έχει επενδύσει ένα μεγάλο κεφάλαιο για την αγορά του, που του δίνει και το μεγάλο πλεονέκτημα να το μεταπωλήσει ως μεταχειρισμένο όποτε επιθυμήσει.
Η αξία μεταπώλησης εξαρτάται από την κατάσταση του αυτοκινήτου αλλά και τη μάρκα – αν έχει υψηλή μεταπωλητική αξία, το πακέτο εξοπλισμού κ.ά. Το υψηλό κόστος συντήρησης (σέρβις, τέλη κυκλοφορίας, αλλαγή ελαστικών και ζημιές σε περίπτωση ατυχήματος) αποτελεί και το μεγάλο «αγκάθι» στην τσέπη του ιδιοκτήτη ενός ΙΧ.
Αντιθέτως, στην περίπτωση της αγοράς με λίζινγκ στο τέλος της διάρκειας της μίσθωσης πρέπει να επιστρέψει το αυτοκίνητο.
Σήμερα, στην αγορά της χρονομίσθωσης υπάρχουν πολλές επιλογές και μισθώματα για όλα τα βαλάντια.
Για παράδειγμα, ένα μικρό ιαπωνικό μοντέλο μπορεί να αποκτηθεί μέσω χρονομίσθωσης με μηνιαίο μίσθωμα 212 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ) με προκαταβολή 2.884 ευρώ για τέσσερα χρόνια (και περιορισμό χιλιομέτρων έως 20.000 χλμ. τον χρόνο). Στην περίπτωση αγοράς μέσω λιανικής, το συγκεκριμένο μοντέλο κοστίζει 15.880 ευρώ.
Για ένα SUV στην αγορά της χρονομίσθωσης η προκαταβολή μπορεί να αγγίξει τα 3.500 ευρώ με μίσθωμα 270 ευρώ για τέσσερα χρόνια. Αντιθέτως, μέσω της αγοράς ο υποψήφιος αγοραστής πρέπει να επενδύσει 25.500 ευρώ.