Με διαθέσεις κατοχύρωσης κερδών, αλλά με την ημερήσια αξία των συναλλαγών να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα, ολοκληρώθηκε η προτελευταία χρηματιστηριακή εβδομάδα του 2023. Με μόλις 3 συνεδριάσεις να απομένουν μέχρι τη λήξη του έτους, ο γενικός δείκτης της αγοράς καταγράφει άνοδο 38,84% καιο τραπεζικός 65,12%. Πρόκειται για μία από τις θετικότερες επιδόσεις ιστορικά για το ΧΑ, το οποίο μετά την επάνοδο της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα μπορεί, σύμφωνα με αναλυτές, να δει ακόμα καλύτερες ημέρες.
Αναμφίβολα, πρωταγωνιστικό ρόλο στο 2023 είχε ο τραπεζικός κλάδος. Οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι έχουν ολοκληρώσει ένα μεγάλο πρόγραμμα μετασχηματισμού και εξυγίανσης των ισολογισμών τους και θα πετύχουν κατά τα φαινόμενα κέρδη ρεκόρ στην εφετινή χρήση, που εκτιμώνται στη ζώνη των 4 δισ. ευρώ.
Με τον τρόπο αυτόν ανοίγει ο δρόμος για τη διανομή μερίσματος, που ανάλογα με την τράπεζα αναμένεται να κινηθεί στο 10%-25% της καθαρής κερδοφορίας του έτους.
Ταυτόχρονα, η διαδικασία αποεπένδυσης του κράτους από τις τράπεζες έχει ξεκινήσει. Ηδη Alpha Bank και Eurobank βρίσκονται στον πλήρη έλεγχο του ιδιωτικού τομέα, ενώ το ΤΧΣ μείωσε στο μισό περίπου τη συμμετοχή του στην Εθνική Τράπεζα, μετά την επιτυχημένη διάθεση του 22% των μετοχών της. Θα ακολουθήσει τον ερχόμενο Μάρτιο η Τράπεζα Πειραιώς, στην οποία το Δημόσιο ελέγχει το 27% του μετοχικού κεφαλαίου.
Επενδυτική βαθμίδα
Απαντες στην αγορά, αναλυτές και τραπεζίτες, εκτιμούν ότι το εγχείρημα θα στεφθεί με επιτυχία, καθώς η ζήτηση από το εξωτερικό για τοποθετήσεις στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ισχυρή. Θετικά προς αυτή την κατεύθυνση λειτουργεί η ανακατάληψη της επενδυτικής βαθμίδας από το ελληνικό Δημόσιο, την οποία ακολούθησαν αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών. Πλέον, Εθνική Τράπεζα και Eurobank απέχουν μόλις 2 σκαλοπάτια από τον στόχο, ενώ Τράπεζα Πειραιώς και Alpha Bank 3 βαθμίδες. Δεδομένου όμως ότι οι προοπτικές έχουν αναπροσαρμοστεί από σταθερές σε θετικές, σύντομα θα ακολουθήσουν και άλλες αναβαθμίσεις.
Τα οφέλη για τον κλάδο από αυτή την εξέλιξη είναι πολλαπλά. Ενα από τα βασικότερα, που επιδρά καταλυτικά στην κερδοφορία τους, σχετίζεται με το κόστος άντλησης ρευστότητας και κεφαλαίων από τις αγορές. Σύμφωνα με έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, το γεγονός αυτό επιτρέπει στις τράπεζες να περιορίσουν τα επιτόκια δανεισμού που προσφέρουν για τη χορήγηση στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων και να αυξήσουν την προσφορά πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία.
Ακολούθως, τα νοικοκυριά αυξάνουν την κατανάλωσή τους, καθώς και τις επενδυτικές δαπάνες για κατοικία, ενώ οι επιχειρήσεις ενισχύουν τις δαπάνες τους για επενδύσεις κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την άνοδο της αξίας του οικιστικού αλλά και του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Δεδομένου ότι αυτά τα περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται ως εμπράγματες εξασφαλίσεις για τη χορήγηση δανείων, η αύξηση της αξίας τους έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Ενισχύεται με τον τρόπο αυτόν η ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων και η αξία των κεφαλαίων, ενδυναμώνοντας έτσι τους ισολογισμούς τους. Αυτό κατά την Τράπεζα της Ελλάδος οδηγεί σε περαιτέρω αύξηση της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία. Παράλληλα, η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων αυξάνει την πιστοληπτική τους ικανότητα. Ενισχύεται έτσι η ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος και περιορίζονται οι κίνδυνοι για τον κλάδο.