Η ιατρική αμέλεια αποτελεί ορόσημο στον τομέα τουαστικού δικαίου, καθώς σύμφωνα με τις νομικές αρχές της ισχύουσας Νομοθεσίας και της καθοδηγητικής Νομολογίας των Δικαστηρίων, η αμελής πράξη ενός ιατρού μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αγωγής η οποία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο αστικό αδίκημα της αμέλειας.
H ιατρική αμέλεια αποτελεί μέρος του ευρύτερου καθήκοντος επαγγελματικής αμέλειας που έχει κάθε πρόσωπο το οποίο ασκεί επάγγελμα ή επιτήδευμα. Όπως ακριβώς στο επάγγελμα του δικηγόρου, έτσι και στο επάγγελμα του ιατρού, αναπτύσσεται μια «έριδα», αφού αυτές οι επιστήμες, μολονότι έχουν στο επίκεντρο τους τον άνθρωπο, ακολουθούν διαφορετικούς κανόνες και αξιοποιούν διαφορετικά μεθοδολογικά εργαλεία και προσεγγίσεις κατά την ενάσκηση και πραγμάτωση τους.
O κάθε ασθενής επαφίεται και αφήνεται στα χέρια του ιατρού, ο οποίος οφείλει να επιδείξει την αναγκαία δεξιότητα και επιμέλεια που αναμένεται από έναν ιατρό της ειδικότητας του. Όταν ένας ιατρός ενεργεί κάτω από το αποδεκτό πρότυπο φροντίδας και δεν λαμβάνει εύλογα μέτρα για την πρόληψη απώλειας η τραυματισμού ενός ασθενή, τότε η αμέλεια μπορεί να προκύψει είτε από πράξη είτε από παράληψη του. Ουσιαστικά, η ιατρική αμέλεια συνενώνει τα τρία πιο κάτω συστατικά στοιχεία:
(α) ο ιατρός οφείλει καθήκον επιμέλειας προς τον ασθενή και
(β) ο ιατρός παραβίασε αυτό το καθήκον, μη παρέχοντας το απαιτούμενο επίπεδο ιατρικής φροντίδας και
(γ) ότι αυτή η παράλειψη προκάλεσε βλάβη στον Ενάγων-ασθενή, η οποία ήταν τόσο προβλεπτή όσο και ότι λογικώς θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Όπως έχει αναφερθεί στην Αγγλική υπόθεση R v Bateman (1925), η σχέση μεταξύ ιατρού και ασθενούς και, κατά συνέπεια, η υποχρέωση του ιατρού να παρέχει φροντίδα με την επιμέλεια και τις γνώσεις που αναμένονται από αυτόν, δεν απαιτεί απαραίτητα να βασίζεται σε συμβατική συμφωνία ούτε χρειάζεται να παρέχεται με αμοιβή ούτως ώστε να γεννηθεί το καθήκον επιμέλειας.
Όσον αφορά το καθήκον και το επίπεδο του καθήκοντος επιμέλειας που πρέπει να επιδεικνύει ένας ιατρός κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, είναι το ίδιο με εκείνο του συνήθους, επιμελούς και ικανού επαγγελματία. Στην Κυπριακή Νομολογία, το γενικό μέτρο επιμέλειας σε τέτοιες περιπτώσεις έχει τεθεί στην υπόθεση Αθανασίου v Koυνούνης, (1925), όπου λέχθηκε ότι το επίπεδο του καθήκοντος είναι ανάλογο με τη στράτευση γνώσης και επίδειξη επιμέλειας που αναμένεται από πρόσωπο το οποίο κατέχει συγκεκριμένη δεξιότητα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει μέσα από την Αγγλική αυθεντία Bolam v Friern Hospital Management Committee (1957), το επίπεδο δεξιότητας είναι εκείνο της συνήθους δεξιότητας που αναμένεται να έχει πρόσωπο που ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα και ειδικότητα.
Στις υποθέσεις ιατρικής αμέλειας, αυτό που εξετάζεται από το Δικαστήριο είναι εάν λογικά αναμένεται από ένα Ιατρό της συγκεκριμένης ειδικότητας να πάρει κάποιες αποφάσεις ή όχι. Ωστόσο αν ένας ιατρός έχει ενεργήσει αμελώς ή όχι κρίνεται από το Δικαστήριο με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα και την μαρτυρία της κάθε υπόθεσης και όχι με βάση την πρακτική που υιοθετείται από ένα εξειδικευμένο ιατρικό σώμα (Bolitho v City and Hakney Health Authority (1998).
To τρίτο συστατικό στοιχείο το οποίο πρέπει να ικανοποιηθεί, είναι αυτό της αιτιώδης συνάφειας (Causation). Εν συντομία, η ζημιά ή η βλάβη η οποία έχει προκληθεί στον ασθενή, έχει προκληθεί ως αποτέλεσμα της αμέλειας η της παράβασης του των καθηκόντων του Εναγόμενου-ιατρού, δηλαδή, εάν ο Εναγόμενος-ιατρός δεν προχωρούσε στην συγκεκριμένη θεραπεία/μέθοδο δεν είχε προκληθεί η ζημία/βλάβη στον ασθενή.
Εφόσον πληρούνται όλα τα συστατικά στοιχεία της ιατρικής αμέλειας , ο Ενάγων-ασθενής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπέστη βλάβη ως αποτέλεσμα της αμελούς πράξης ή παράληψης του Ιατρού ή του λειτουργού υγείας. Στις υποθέσεις ιατρικής αμέλειας, το Δικαστήριο επιδικάζει γενικές και ειδικές αποζημιώσεις. Γενικές αποζημιώσεις είναι οι αποζημιώσεις οι οποίες αποδίδονται σε σχέση με τον πόνο και την ταλαιπωρία (Pain and Suffering). Τα Δικαστήρια έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στο ύψος των γενικών αποζημιώσεων, και το ποσό των χρημάτων που αποδίδεται ως γενική αποζημίωση καθορίζεται ανάλογα με το είδος, τη σοβαρότητα του τραυματισμού καθώς και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στον ασθενή. Οι ειδικές αποζημιώσεις έχουν ως στόχο την κάλυψη εξόδων και δαπανών που υπέστη ο Ενάγων-ασθενής ως αποτέλεσμα της αμέλειας του Εναγόμενου-ιατρού.
Αδιαμφησβήτητα, υπάρχει επαρκής προστασία των δικαιώματων των ασθενών στην Κύπρο και υπάρχει πλούσια νομολογία προς υποστήριξη των δικαιωμάτων τους. Η τελευταία τροποποίηση του περί της Κατοχύρωσης και της Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ασθενών Νόμου του 2004 (1(I)/2005), προνοεί για την προστασία των δικαιωμάτων των ασθενών ενώ παράλληλα επιβάλλει αυστηρά καθήκοντα στους ιατρούς, τα νοσοκομεία και γενικότερα στους οποιουσδήποτε πάροχους υπηρεσιών υγείας. Περαιτέρω, ο Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, ως έχει τροποποιηθεί, συγκεκριμενοποιεί αστικά αδικήματα για τα οποία ευθύνονται ιατροί και άλλοι επαγγελματίες υγείας. Σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο, στην περίπτωση που ένας ιατρός είναι ιδιώτης, ο ασθενής μπορεί να έχει και δικαιώματα για παράβαση σύμβασης παροχής ιατρικών υπηρεσιών. Επιπλέον, η ιατρική αμέλεια στην Κύπρο μπορεί επίσης να αποτελέσει ποινικό αδίκημα βάση του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, και ένας ιατρός μπορεί να διωχθεί ποινικά και σε περίπτωση που κριθεί ένοχος μπορεί να αντιμετωπίσει το αδίκημα της ανθρωποκτονίας.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο οι αξιώσεις για ιατρική αμέλεια έχουν αυξηθεί και τα Δικαστήρια έχουν επιδικάσει σημαντικά ποσά ως αποζημιώσεις σε υποθέσεις ιατρικής αμέλειας με τους Εναγόμενους-ιατρούς να καλούνται να πληρώσουν μέχρι και 2,5 εκατομμύρια ευρώ. Περαιτέρω, τόσο οι γιατροί όσο και οι νοσηλευτές είναι άνθρωποι, και θα ήταν παράλογο να πιστέψουμε πως σε καμία περίπτωση δεν κάνουν λάθη. Συνεπώς, το ζητούμενο δεν είναι να έχουμε ακούσια ιατρικά λάθη, σφάλματα ή παραλήψεις και επιπλοκές, αλλά ν’ αποφευχθούν ή να μειωθούν στο ελάχιστο και προς το συμφέρον του ασθενή.
Νικόλας Θεοδωρίδης, Senior Legal Advisor I,KPMG Law, Theodorides, Georgiou, Iacovou & CO LLC
Πηγή: philenews.com