Δύο μεγάλες ασυμμετρίες χαρακτηρίζουν αυτή την περίοδο την ελληνική οικονομία. Η άνοδος της απασχόλησης και των μισθών, η καλή πορεία της οικονομίας σε επίπεδο μεγεθών δεν φαίνεται να έχει περάσει στον βαθμό που θα έπρεπε στη ζωή του μέσου πολίτη. Η ζωή του συνεχίζει να επηρεάζεται όχι από τις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης, αλλά από τον λογαριασμό του σουπερμάρκετ, το ύψος του ενοικίου, το κόστος της βενζίνης.
Αν και η κυβέρνηση δικαίως κερδίζει τα εύσημα διεθνώς για την οικονομική της πολιτική, «πολλοί άνθρωποι δεν αισθάνονται την ανάκαμψη» έλεγε την εβδομάδα που μας πέρασε στο ρεπορτάζ του ο ανταποκριτής γερμανικού μέσου ενημέρωσης. Επικαλούνταν δε δημοσκόπηση της διαΝΕΟσις, όπου το 49% των ερωτηθέντων απάντησε πως αυτό που το ανησυχεί περισσότερο είναι η οικονομική κατάσταση. Σε άλλη έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών το 45% των συμμετεχόντων δήλωσε πως το 2024 βρίσκεται σε χειρότερη οικονομική θέση συγκριτικά με πέρυσι.
Ο ίδιος ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε πρόσφατα ότι η χώρα δεν έχει καταφέρει όσα χρειάζεται σε επίπεδο διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. «Θεωρητικά έχουμε μια ανεργία 10,5%. Ομως η πραγματικότητα είναι πως υπάρχουν δεξιότητες που λείπουν από την αγορά εργασίας. Η μεγάλη εικόνα είναι ότι έχουμε επιλύσει τα πρώτα προβλήματα όπως η αναχρηματοδότηση του χρέους, οι τράπεζες και η κοινωνική ασφάλιση, αλλά υπάρχουν και άλλα σοβαρά προβλήματα προκειμένου να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας και τους ρυθμούς ανάπτυξης γιατί πρέπει να συγκλίνουμε».
Ολα αυτά είναι δεδομένα, που δημιουργούν προβληματισμό, αλλά από την άλλη, άλλα στοιχεία συνηγορούν στην άποψη ότι απλά βρισκόμαστε σε μια καμπή, πριν απ’ τη συνέχιση της ανάκαμψης. Οτι έχουμε μια ισχυρή βάση θετικών δεδομένων, που δεν είχαμε ποτέ στο παρελθόν και πρέπει σε αυτά να πατήσουμε.
Η πρωτοφανής σε διάρκεια και βάθος δημοσιονομική υγεία που εμφανίζουν τα οικονομικά της χώρας, βοηθούν στον σχηματισμό μιας πολύ καλύτερης εικόνας. Είναι μοναδικός πλέον ο τρόπος στην Ευρώπη με τον οποίο μπορούμε και παράγουμε πρωτογενή πλεονάσματα και μάλιστα όχι αμελητέα, αλλά άνω από το 2%. Την ίδια στιγμή οικονομικές υπερδυνάμεις, σε σχέση με την Ελλάδα, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, δείχνουν να προβληματίζονται για το πώς θα συγκρατήσουν τα ελλείμματά τους σε επίπεδα αντίστοιχα των ευρωπαϊκών τους δεσμεύσεων.
Μεγάλη διαφορά στην εικόνα της χώρας δημιουργεί και η πρωτοφανής υγεία και ασφάλεια, για τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών που βγάζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Το ίδιο ισχύει και για έναν μεγάλο βραχνά των οικονομικών της χώρας, το συνταξιοδοτικό της σύστημα, καθώς οι μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης δεκαετίας έχουν δημιουργήσει αντί της γνωστής από το παρελθόν «μαύρης τρύπας», συνθήκες σταθερότητας και ομαλής χρηματοδότησης των συντάξεων, παρά το αντικειμενικά μεγάλο πρόβλημα της υπογεννητικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού.
Η χώρα «πάει καλά», αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Πρέπει να πάει καλύτερα, καταφέρνοντας να περάσουν οι μακροοικονομικές επιτυχίες στην καθημερινή ζωή. Να εκπληρωθούν οι προσδοκίες των πολιτών για αλλαγές σε κρίσιμους τομείς, όπως η δικαιοσύνη, το εκπαιδευτικό σύστημα, η υγεία. Να κάνουν «εικόνα» τη βελτίωση που υπάρχει σε επίπεδο μεγεθών.