Ως γνωστόν τα σπίτια που νοικιάζονται με τη μέθοδο της βραχυχρόνιας μίσθωσης ξεπέρασαν το 2023 τον αριθμό των κλινών των ελληνικών ξενοδοχείων. Ολο αυτό θα ήταν καλοδεχούμενο, αν το παιχνίδι παίζονταν με ίσους όρους. Με διάφορες πολιτικές, ωστόσο, το επίσημο ελληνικό κράτος, ενίσχυε επί χρόνια τις εν λόγω ενοικιάσεις των χτυπημένων από την κρίση κατοικιών, εις βάρος των επίσημων τουριστικών καταλυμάτων. Αυτό γινόταν επί τοις ουσίας μέχρι και το φορολογικό νομοσχέδιο του περασμένου Δεκεμβρίου όταν και μπήκαν οι πρώτοι περιορισμοί στις βραχυχρόνιες μισθώσεις από ένα μέγεθος και πάνω.
Η διακριτική ωστόσο ευνοϊκή μεταχείριση είχε ισχυρά πλοκάμια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εν λόγω μισθώσεις ανταγωνίζονται κατά κύριο λόγο τις μονάδες μικρών κατηγοριών, οι οποίοι εκ των πραγμάτων βρίσκονται σε μια ανταγωνιστικά μειονεκτική θέση. Η διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση είναι προφανής, αλλά συνοδεύεται και από μια σειρά τελών όπως το τέλος παρεπιδημούντων, μέχρι και το πρόσφατο τέλος κλιματικής αλλαγής, το οποίο επιβάρυνε τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, αλλά μόνο με το ελάχιστο ποσό του 1,5 ευρώ ανά διανυκτέρευση, τη στιγμή που οι επιβαρύνσεις των επίσημων τουριστικών μονάδων είναι πολλαπλάσιες. Χωρίς μάλιστα κανένα όριο. Για παράδειγμα για την ημερήσια ενοικίαση ενός σπιτιού 120 τ.μ. πληρώνει ο τουρίστας 1,5 ευρώ τέλος κλιματικής αλλαγής, όταν για 25 τ.μ. ενός δωματίου μικρής κατηγορίας, το τέλος φτάνει ημερησίως τα 4 ευρώ και στις μεγαλύτερες κατηγορίες φτάνει και τα 10 ευρώ.
Το ακόμα πιο εξοργιστικό είναι ο τρόπος που κατευθύνονταν – και ακόμα συμβαίνει – τα επενδυτικά κονδύλια της χώρας. Την ώρα λοιπόν που υπάρχουν κάθε λογής προγράμματα επιδοτούμενης ανακαίνισης για κατοικίες, τα οποία αξιοποιούν σε μεγάλο βαθμό τα σπίτια της βραχυχρόνιας μίσθωσης, για τα καταλύματα μικρών κατηγοριών δεν υπήρχαν αντίστοιχες επιδοτήσεις. Ως γνωστόν η τουριστική επενδυτική πολιτική της χώρας επί χρόνια ενίσχυε με κάθε τρόπο τις μονάδες πολυτελείας. Ολα τα επενδυτικά προγράμματα που δημιουργούνταν είχαν ως στόχο τις υψηλές κατηγορίες ή τη μετακίνηση μιας μονάδας από χαμηλότερη σε υψηλότερη κατηγορία. Αυτά που έμεναν εκτός του κρατικού σχεδιασμού, ήταν μόνιμα η «ραχοκοκαλιά» των ελληνικών ξενοδοχείων, τα έως και 3 αστέρια. Σε αριθμό δυναμικότητας ξεπερνάνε τα 200.000 δωμάτια και δημιουργούν πλήρες ή συμπληρωματικό εισόδημα σε χιλιάδες συμπολίτες μας κατοίκους της ελληνικής περιφέρειας. Παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στο ελληνικό τουριστικό προϊόν, καθώς αποτελούν την πλειονότητα των 10.000 ελληνικών ξενοδοχείων, επηρεάζοντας σημαντικά την εικόνα της τουριστικής Ελλάδας. Για αυτά τα καταλύματα ένα σοβαρό πρόγραμμα ενίσχυσης της ανακαίνισής τους δεν δημιουργήθηκε ποτέ.
Το θέμα εντόπισε έγκαιρα το πιο νέο πρόσωπο στα συνδικαλιστικά του ελληνικού τουρισμού, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων Γιάννης Χατζής. Το περιέγραψε εξαιρετικά στο podcast Βαβέλ του ot.gr. Μιλώντας για το θέμα της βραχυχρόνιας μίσθωσης, παρατήρησε μια ακόμα στρέβλωση. Αναρωτήθηκε πώς γίνεται να μπορεί κάποιος να έχει εισόδημα από ξεκάθαρη επιχειρηματική δραστηριότητα, εν προκειμένω εισοδήματα από τη διαχείριση έως δύο τουριστικών σπιτιών τα οποία μπορεί να νοικιάζει όλο τον χρόνο και να απαλλάσσεται από τις φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή τη μίσθωση; Υπάρχει αυτή η μεταχείριση σε άλλον κλάδο; Και η αλήθεια είναι ότι δεν έχει άδικο…