Μεγάλη αναταραχή επικρατεί το τελευταίο διάστημα στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις να διασαλεύεται η εργατική ειρήνη. Η διαδικασία ανανέωσης της συλλογικής σύμβασης φαίνεται να δημιουργεί προστριβές μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων σε κάποιους κλάδους, με αποτέλεσμα οι διαφωνίες να εντείνονται και να προκαλείται κρίση.
Το ερώτημα είναι γιατί υπάρχουν τόσο μεγάλες διαφωνίες μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, οι οποίες μάλιστα δύσκολα γεφυρώνονται, ακόμα και μετά από παρέμβαση του Υπουργείου Εργασίας.
Ανέκαθεν υπήρχαν διαφωνίες και συγκρούσεις μεταξύ των δυο πλευρών, ωστόσο αυτή τη φορά κάνει εντύπωση το γεγονός αυτό, για δυο κυρίως λόγους: Πρώτο, έχουν ανοίξει πολλά μέτωπα την ίδια χρονική περίοδο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αναστάτωση τόσο στο κομμάτι των μεταφορών (οδηγοί λεωφορείων), όσο και στο κομμάτι της υγείας με τους γιατρούς, καθώς επίσης και σε δυο ζωτικούς τομείς της οικονομίας (ξενοδοχεία και κατασκευές).
Δεύτερο, θα περίμενε κάποιος ότι το γεγονός πως η οικονομία πάει καλά, όπως λένε τουλάχιστον οι αριθμοί, θα λειτουργούσε υποβοηθητικά στην όλη διαδικασία και οι δυο πλευρές θα συμφωνούσαν πιο εύκολα. Όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει.
Από τη μια, υπάρχει η κυβερνητική πλευρά, η οποία θεωρεί ότι τώρα που η οικονομία πάει καλά, είναι ευκαιρία να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, ώστε να λυθούν σε βάθος χρόνου ορισμένα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και επομένως θα πρέπει να υπάρξει λογική μεν, συγκρατημένη δε αύξηση του κόστους.
Από την άλλη, οι συντεχνίες αναδεικνύουν το γεγονός ότι εδώ και χρόνια οι εργαζόμενοι έχουν βάλει πλάτη σε διάφορους τομείς της οικονομίας, αποδεχόμενοι μηδενικές αυξήσεις ή ακόμα και μειώσεις, με στόχο να βοηθήσουν στην ανάκαμψη. Επομένως, τώρα που η οικονομία πάει καλά, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να λάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί και το οποίο εδώ και χρόνια είχαν παραχωρήσει.
Από τη δική τους πλευρά, οι εργοδότες επικαλούμενοι την κρίση που υπάρχει με τις πολεμικές συρράξεις, την αναταραχή στο παγκόσμιο εμπόριο και την άνοδο των τιμών των καυσίμων, υποστηρίζουν ότι το κόστος έχει εκτοξευτεί και επομένως δεν αντέχουν να προσθέσουν πρόσθετα βάρη στον ήδη βεβαρημένο ισολογισμό τους.
Ποιος έχει δίκαιο και ποιος άδικο σε αυτή την περίπτωση; Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του υπουργού Οικονομικών Μάκη Κεραυνού. «Εμείς στο Υπουργείο Οικονομικών και ανησυχούμε και παρακολουθούμε. Για αυτό θέλω να κάνω μία έκκληση προς όλους τους κοινωνικούς εταίρους, ότι ειδικά αυτή τη συγκυρία θα πρέπει όλοι να καταβάλουν προσπάθειες να βρεθεί ένας τρόπος να διευθετηθούν. Δεν χρειάζεται αυτή την περίοδο με τόσες γεωπολιτικές εξελίξεις να έχουμε και τα δικά μας εσωτερικά προβλήματα και για αυτό κάνω μία έκκληση να προσπαθήσουν όλοι να βρεθούν οι λύσεις», σημείωσε.
Η δήλωση του κ. Κεραυνού αντικατοπτρίζει και τον τρόπο που ο ίδιος λειτουργεί στο Υπουργείο. Συνετή αύξηση του κόστους, συνέχιση των αναπτυξιακών ρυθμών και διατήρηση των αποθεμάτων, λόγω της ρευστής κατάστασης που επικρατεί στο διεθνές σκηνικό. Επομένως, η πιο συνετή λύση είναι ο συμβιβασμός, ο οποίος εν τέλει δεν ικανοποιεί μεν κανένα εξ ολοκλήρου, αλλά συμβάλλει στη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας.
Πηγή: philenews.com