Η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Κάμαλα Χάρις πρότεινε την περασμένη Παρασκευή την επιβολή ελέγχου των τιμών στα είδη διατροφής για να σταματήσουν οι εταιρείες τροφίμων να “ξεζουμίζουν” τους Αμερικανούς καταναλωτές.
Πρόκειται για μια κακή ιδέα από την υποψήφια των Δημοκρατικών για την προεδρία, όπως πολλοί έχουν ήδη επισημάνει, επειδή οι έλεγχοι των τιμών οδηγούν σε ελλείψεις και άλλες άσχημες συνέπειες. Είναι επίσης αμφίβολο αν η Χάρις θα μπορούσε να περάσει μια τέτοια ιδέα από το Κογκρέσο.
Αλλά πριν συζητήσουμε την ουσία, υπάρχει ένα ερώτημα σχετικά με το κατά πόσον οι εταιρείες τροφίμων όντως “ξεζουμίζουν” τους ανθρώπους. Από το 2021, όταν ο πληθωρισμός αυξήθηκε στα ύψη, γίνεται λόγος για αύξηση των τιμών, οπότε στις αρχές του 2022 εξέτασα τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών του δείκτη S&P 500 για να δω αν εκμεταλλεύονται τους καταναλωτές ή απλώς μετακυλίουν το δικό τους υψηλότερο κόστος. Μου φαινόταν τότε ότι αύξαναν τις τιμές για να ενισχύσουν τα κέρδη τους.
Για παράδειγμα, το λειτουργικό περιθώριο κέρδους του S&P 500 – δηλαδή το ποσοστό των εσόδων που διατηρούν οι εταιρείες μετά την αφαίρεση των λειτουργικών δαπανών, όπως τα υλικά, οι μισθοί, τα ενοίκια και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας – ήταν σημαντικά υψηλότερο το 2021 από ό,τι πριν από την πανδημία του κορονοϊού, και οι αναλυτές της Wall Street ανέμεναν ότι θα παραμείνει τόσο υψηλό. Το ίδιο ίσχυε και για τον δείκτη S&P 500 Equal Weight Index, γεγονός που υποδήλωνε ότι οι περισσότερες εταιρείες εκμεταλλεύονταν τη μετά την πανδημία έξαρση της καταναλωτικής ζήτησης αυξάνοντας τις τιμές ταχύτερα από ό,τι αυξάνονταν τα δικά τους κόστη.
Αφού άκουσα το σχέδιο της Χάρις, αποφάσισα να ρίξω μια άλλη ματιά και τώρα αναγκάζομαι να καταλήξω στο αντίθετο συμπέρασμα. Τα λειτουργικά περιθώρια κέρδους έχουν μειωθεί από το 2022. Το περιθώριο κέρδους του S&P 500 έχει επανέλθει στο σημείο που βρισκόταν πριν από την πανδημία, και εκείνο του S&P 500 Equal Weight Index είναι ακόμη χαμηλότερο, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι περισσότερες εταιρείες δεν έχουν αυξήσει τις τιμές αρκετά ώστε να απορροφήσουν πλήρως το δικό τους υψηλότερο κόστος.
Τα οικονομικά αποτελέσματα για τον τομέα των βασικών καταναλωτικών αγαθών, στον οποίο ανήκουν οι εταιρείες τροφίμων και ποτών, δείχνουν μια παρόμοια ιστορία. Το λειτουργικό περιθώριο κέρδους του τομέα σκαρφάλωσε στο 10% το 2021 από 8% το 2019, αλλά τώρα έχει πέσει στο 7%. Και εδώ φαίνεται ότι οι εταιρείες έχουν απορροφήσει περισσότερο πληθωρισμό από ό,τι έχουν μετακυλήσει στους καταναλωτές.
Υποψιάζομαι ότι αυτό που συνέβη ήταν ότι οι εταιρείες αύξησαν τις τιμές το 2021 εν αναμονή υψηλότερων λειτουργικών δαπανών, αλλά αυτές οι υψηλότερες δαπάνες δεν εμφανίστηκαν μέχρι το 2022 ή αργότερα. Η αναντιστοιχία προκάλεσε διόγκωση των περιθωρίων κέρδους λόγω των υψηλότερων εσόδων το 2021 και αποπληθωρισμό όταν τα υψηλότερα λειτουργικά έξοδα έπληξαν τις οικονομικές καταστάσεις τα επόμενα έτη, αφήνοντας τις εταιρείες στο σύνολό τους σε όχι καλύτερη κατάσταση από ό,τι πριν από την πανδημία και ίσως σε ελαφρώς χειρότερη.
Υπάρχει ένα ερώτημα σχετικά με το αν οι μεγαλοεπιχειρήσεις έχουν χρησιμοποιήσει το μέγεθός τους για να αυξήσουν τις τιμές περισσότερο από ό,τι οι μικρότερες. Δεν βλέπω καμία ένδειξη για κάτι τέτοιο στους αριθμούς. Οι τρεις μεγάλες εταιρείες του κλάδου των βασικών ειδών διατροφής – η Walmart, η Procter & Gamble και η Costco Wholesale – έχουν διατηρήσει τα προ της πανδημίας περιθώρια κέρδους τους, όπως και οι περισσότερες από τις μισές εταιρείες του κλάδου. Δεν είναι σαφές, με άλλα λόγια, για το αν οι μεγαλύτερες εταιρείες άσκησαν μεγαλύτερη τιμολογιακή πίεση μετά την πανδημία.
Η απάντηση είναι περίπου η ίδια όταν απομονώνεται ο κλάδος των τροφίμων στον τομέα των βασικών προϊόντων. Υπάρχει μεγαλύτερη ισοτιμία μεταξύ των εταιρειών τροφίμων απ’ ό,τι στον ευρύτερο τομέα. Ξεχωρίζει στον κλάδο η εταιρεία Oreo Mondelez International, της οποίας η χρηματιστηριακή αξία είναι διπλάσια της Kraft Heinz, της δεύτερης εταιρείας με τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία. Ακόμα κι έτσι, μεταξύ των εταιρειών τροφίμων που κατάφεραν να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους μετά την πανδημία, η αύξηση των περιθωρίων κέρδους της Mondelez είναι η πιο αδύναμη.
Για τον κλάδο των τροφίμων συνολικά, τα περιθώρια κέρδους είναι ελάχιστα υψηλότερα σε σχέση με πριν από την πανδημία, οπότε, όπως και ο ευρύτερος S&P 500, φαίνεται ότι οι εταιρείες προσπάθησαν κυρίως να μετακυλήσουν το δικό τους υψηλότερο κόστος στους καταναλωτές.
Για να είμαστε σαφείς, οι επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα – αλλά όχι την υποχρέωση – να χρεώνουν όσο η αγορά αντέχει για τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους. Πράγματι, οι ελεύθερες αγορές εξαρτώνται από αυτό το δικαίωμα. Το γεγονός ότι τα περιθώρια κέρδους έχουν σταθεροποιηθεί μετά την πανδημία είναι ένα σημάδι ότι οι αγορές λειτουργούν όπως πρέπει για να συνδυάσουν την προσφορά με τη ζήτηση ακόμη και σε μια πολύ χαοτική περίοδο. (Είναι αλήθεια, όπως υπαινίσσεται η εκστρατεία της Χάρις, ότι το λειτουργικό περιθώριο κέρδους του S&P 500 αυξήθηκε κατά 50% από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως τα τέλη της δεκαετίας του 2010. Αυτή είναι μια συζήτηση για μια άλλη μέρα, αλλά θα σημειώσω ότι η επέκταση του περιθωρίου κέρδους δεν οδηγεί απαραίτητα σε υψηλότερες τιμές, καθώς η περίοδος αυτή συνέπεσε με έναν από τους χαμηλότερους πληθωρισμούς που έχουν καταγραφεί ποτέ).
Παράλληλα, η περιορισμένη κυβερνητική παρέμβαση είναι απαραίτητη εάν οι εταιρείες εκμεταλλεύονται μια κρίση που διαταράσσει την κανονική λειτουργία των αγορών και της οικονομίας, όπως έκανε για ένα διάστημα η πανδημία.
Όμως οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται πλέον σε κρίση και η Χάρις δεν έδωσε αρκετές λεπτομέρειες για το πώς θα αντιμετώπιζε την αύξηση των τιμών τώρα ή σε μια τέτοια έκτακτη ανάγκη. Θα ήταν καλύτερα να εγκαταλείψει την ιδέα, επειδή, τουλάχιστον προς το παρόν, οι έλεγχοι των τιμών φαίνεται να είναι μια λύση σε αναζήτηση προβλήματος.
Απόδοση – Επιμέλεια: Στάθης Κετιτζιάν
Bloomberg Opinion
Πηγή: philenews.com