Ένας ιστορικός του μέλλοντος μπορεί να εντυπωσιαστεί από το πόσο δυσλειτουργικήέχει γίνει η πιο ισχυρή χώρα της Γης την τελευταία δεκαετία. Παρά την εξαιρετικήτεχνολογική πρόοδο και την αξιοσέβαστη οικονομική ανάπτυξη, η ευημερία των περισσότερων Αμερικανών μειώνεται. Ακόμη και πολλοί από τους “νικητές” αγωνιούν βαθιά για το πώς θα μπορέσουν να μεταλαμπαδεύσουν την επιτυχία στα παιδιά τους. Υπάρχει επίσης ένα μη βιώσιμο δημόσιο χρέος, χωρίς ορατή προοπτική λύσης.
Έτσι, ενώ η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία ήταν μια έκπληξη για πολλούς, οι δυνάμεις στις οποίες εδράστηκε αναπτύσσονται ήδη από το 2016. Η τρέχουσα δύσκολη θέση των ΗΠΑ δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο. Πολύπλοκες ανθρώπινες κοινωνίες οργανωμένες σε κράτη υπάρχουν εδώ και 5.000 χρόνια. Για λίγο, μπορεί να βιώνουν περιόδους εσωτερικής ειρήνης και τάξης, αναπόφευκτα όμως εισέρχονται σε εποχές μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και πολιτικής αποσύνθεσης. Σκεφτείτε τη Γαλλική και τη Ρωσική Επανάσταση ή τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Γιατί; Μια ανάλυση εκατοντάδων κρίσεων τις τελευταίες χιλιάδες χρόνια εντοπίζει μια κοινή αιτία:μια κατάσταση “υπερπαραγωγής ελίτ”. Με απλά λόγια, όταν πάρα πολλά υποψήφια μέλη της ελίτ συναγωνίζονται για ένανσταθερό αριθμό θέσεων εξουσίας. Είναι σαν ένα παιχνίδι με μουσικές καρέκλες, με τον αριθμό των καρεκλών να παραμένει σταθερός, ενώ ο αριθμός των παικτών αυξάνεται. Καθώς το παιχνίδι εξελίσσεται, δημιουργεί όλο και περισσότερους θυμωμένους ηττημένους. Και μερικοί από αυτούς μετατρέπονται σε “αντιελίτ” – δηλαδή πρόθυμους να αμφισβητήσουν το κατεστημένο. Είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι περίπλοκες κοινωνίες καταλήγουν σε έσχατους καιρούς.
Η λαϊκή εξαθλίωση είναι το δεύτερο σημαντικό συστατικό μιας κρίσης. Μαζί με την υπερπαραγωγή ελίτ, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, καθώς οι αντιελίτ αξιοποιούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια στην προσπάθειά τους να ανατρέψουν την άρχουσα τάξη.
Η αμερικανική άρχουσα τάξη είναι έναςσυνασπισμός των κορυφαίων πλουσίων (το λεγόμενο1%, που μέχρι πρόσφατα εκπροσωπείτο από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα) και των κορυφαίων κατόχων πανεπιστημιακών και επαγγελματικών πτυχίων (το 10%, που εκπροσωπείται από τους Δημοκρατικούς). Και τα δύο κόμματα υπέστησαν ταχύ μετασχηματισμό την τελευταία δεκαετία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι μετασχηματίζονται σε αληθινά “επαναστατικό” κόμμα που υποστηρίζει τον ριζοσπαστικό δεξιό λαϊκισμό, σύμφωνα με κάποιους ή σε κόμμα της εργατικής τάξης, σύμφωνα με άλλους.
Αντι-ελίτ
Αυτή η μετάβαση άρχισε με την απροσδόκητη νίκη του Τραμπ το 2016. Ο Τραμπ, φυσικά, δεν ήταν επαναστάτης. Ήταν ένας-πολιτικός επιχειρηματίας που διοχέτευε τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ειδικά των λευκών Αμερικανών χωρίς πανεπιστημιακά πτυχία, για να προωθηθεί στην εξουσία. Μόλις ανέλαβε την προεδρία, ωστόσο, προσπάθησε να εκπληρώσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις (αρκετά ασυνήθιστο για πολιτικό του κατεστημένου). Δεν ήταν όλες οι πρωτοβουλίες του αντίθετες με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, ωστόσο, τάχθηκε κάθετα ενάντια στις προτεραιότητες των οικονομικών ελίτ, ακολουθώντας αντιμεταναστευτική πολιτική, απορρίπτοντας την παραδοσιακή ρεπουμπλικανική ορθοδοξία της ελεύθερης αγοράς υπέρ του βιομηχανικού προστατευτισμού και εκφράζοντας σκεπτικισμό για το ΝΑΤΟ.
Το 2020, η άρχουσα τάξη της Αμερικής θεώρησε ότι κατέπνιξε την “επανάσταση”. Το Δημοκρατικό Κόμμα είχε ελέγξει τη δική του λαϊκιστική πτέρυγα και είχε γίνει το κόμμα ολόκληρης της άρχουσας τάξης – του 10% και του 1%. Αυτή η επανευθυγράμμιση σηματοδοτήθηκε από τα πολύ περισσότερα χρήματα που δαπάνησε η Κάμαλα Χάρις σε σχέση με τον Τραμπ στον τελευταίο εκλογικό κύκλο, καθώς και την υποστήριξη της Χάρις από Ρεπουμπλικανούς όπως η Λιζ και ο Ντικ Τσέινι ή νεοσυντηρητικούς όπως ο Μπιλ Κρίστολ. Εν τω μεταξύ, ο Τραμπ είχε αξιοσημείωτη επιτυχία στην αναμόρφωση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος σε ένα δεξιό λαϊκιστικό κόμμα.
Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι ο Τραμπ είναι απλώς ηκορυφή του παγόβουνου. Εκείνο που είδαμε το 2024 ήταν μια συνένωση ενός διαφορετικού συνασπισμού αντι-ελίτ γύρω από το ψηφοδέλτιο του Τραμπ. Μερικοί από αυτούς, όπως ο εκλεγμένος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζ. Ντ. Βανς, ανέβηκαν σκαλιά στις τάξεις των Ρεπουμπλικανών. Άλλοι πολιτικοί, όπως ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ και ο Τούλσι Γκάμπαρντ, αποστάτησαν από τους Δημοκρατικούς. Οι μη πολιτικοί της νέας “αντιελίτ” περιλαμβάνουν στελέχη των μέσων ενημέρωσης, όπως ο Τάκερ Κάρλσον, ο οποίος απολύθηκε από το Fox News, ξεκινώντας όμως μια εξαιρετικά επιτυχημένη ανεξάρτητη εκπομπή στο X ή ο μεγιστάνας Έλον Μασκ, ο οποίος δέχθηκε βροχή πυρών από το κατεστημένο για τον έξαλλο φιλοτραμπισμό του. Εκείνο που ενοποίησε τις συγκεκριμένες αντελίτ ήταν ότι όλες πνέουν μένεα ενάντια στην άρχουσα τάξη.
Δύο δρόμοι
Η αμερικανική ιθύνουσα τάξη βρίσκεται σε μια δύσκολη θέση η οποία έχει επαναληφθεί χιλιάδες φορές στην ανθρώπινη ιστορία. Πολλοί απλοί Αμερικανοί έχουν αποσύρει την υποστήριξή τους από τις κυβερνώσες ελίτ. Σύμφωνα με τον Κάρλσον, έχουν σηκώσει “ένα παλλόμενο μεσαίο δάχτυλο στην άρχουσα τάξη της Αμερικής”.
Μεγάλες ομάδες αξιόπιστων υποψηφίων, απογοητευμένοι στην αναζήτησή τους για θέσεις εξουσίας, αποτελούν πεδία αναπαραγωγής αντι-ελίτ, που ονειρεύονται την ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος. Οι περισσότεροι κάτοχοι πλούτου είναι απρόθυμοι να θυσιάσουν οποιοδήποτε προσωπικό πλεονέκτημα για χάρη της διατήρησης του status quo. Ο τεχνικός όρος γι’ αυτό είναι “επαναστατική κατάσταση”. Για τις κυρίαρχες τάξεις, υπάρχουν δύο δρόμοι εξόδου. Ο ένας οδηγεί στην ανατροπή τους. Η εναλλακτική είναι οι κυβερνώσες ελίτ να στηρίξουν μεταρρυθμίσεις που θα εξισορροπήσουν το κοινωνικό σύστημα, αντιστρέφοντας τις τάσεις λαϊκής εξαθλίωσης και υπερπαραγωγής υποψήφιων για την ελίτ. Συνέβη στην Αμερική, πριν από περίπου έναν αιώνα, με το New Deal του Φρ. Ρούζβελτ.
Μπορεί να γίνει ξανά; Στον απόηχο των εκλογών του 2024, η απάντηση γίνεται πιο ξεκάθαρη. Εάν ο Τραμπ και η ομάδα των αντι-ελίτ του εφαρμόσουν όσα διακηρύσσουν, πράγμα που μοιάζει το πιο πιθανό, τότε βρισκόμαστε σε μια τροχιά αντικατάστασης ελίτ, αντί σταδιακών μεταρρυθμίσεων.
Απόδοση – Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος
BloombergOpinion
Πηγή: philenews.com