Απειλή για την ελληνική οικονομία είναι ο μεγάλος αριθμός των εταιρειών “ζόμπι” που – με τον έναν ή τον άλλον τρόπο – εξακολουθούν να υποστηρίζονται από τις τράπεζες, στερώντας πόρους από τις υγιείς επιχειρήσεις, αλλά και το υψηλό επίπεδο των “κόκκινων” επιχειρηματικών δανείων και δη, αυτών που έχουν βγει εκτός τραπεζικών ισολογισμών.
Σύμφωνα με σχετική μελέτη που συνυπογράφουν οι κ. κ. Νίκος Βέττας, Γιώργος Γατόπουλος, Αλέξανδρος Λουκά και Κωνσταντίνος Πέππας, αμφότεροι από το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και η οποία δημοσιεύεται στο 59ο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), η διατήρηση σε λειτουργία των εταιρειών “ζόμπι”, εκείνων, δηλαδή, που επί σειρά ετών δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τους τόκους επί των δανειακών τους υποχρεώσεων, φαίνεται να έχει διεθνώς αρνητικό αντίκτυπο, όχι μόνο στα μακροοικονομικά μεγέθη, αλλά και στη λειτουργία υγιών επιχειρήσεων. Κι αυτό γιατί, η διοχέτευση οικονομικών πόρων προς εταιρείες “ζόμπι” στερεί αυτά τα κεφάλαια από άλλες, υγιείς επιχειρήσεις, με αντίστοιχες αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση, τις επενδύσεις, την αύξηση της παραγωγικότητας και κατ’ επέκταση την ίδια την οικονομία. “Έχει τεκμηριωθεί ότι οι τράπεζες μπορεί να τείνουν να υποστηρίζουν, με διάφορους τρόπους, επιχειρήσεις που δεν εξυπηρετούν τα δάνειά τους. Τέτοιοι τρόποι περιλαμβάνουν την προσφορά ευνοϊκών όρων αναχρηματοδότησης, τη μείωση του επιτοκίου σε υφιστάμενα δάνεια, την επέκταση νέων δανείων κ.λπ. Αυτή η πρακτική ακολουθείται όταν οι τράπεζες θέλουν να αποφύγουν ή να αναβάλλουν την καταγραφή προβλέψεων ή ζημιών στους ισολογισμούς τους που με τη σειρά τους, θα επηρέαζαν την κεφαλαιακή τους επάρκεια”, επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Την ίδια στιγμή, όπως τονίζεται στη μελέτη, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στους τραπεζικούς ισολογισμούς μειώθηκαν σημαντικά μεταξύ 2016 και 2022 (κατά 85% σωρευτικά), η μείωση των NPEs στο σύνολο της οικονομίας είναι πολύ μικρότερη (28% σωρευτικά), αφού το μεγαλύτερο μέρος της επίμαχης “κληρονομίας” που βρίσκεται υπό τη διαχείριση των servicers παραμένει ως μη εξυπηρετούμενο. “Έτσι, η διευθέτηση όλων των NPEs, μέρος των οποίων οφείλονται σε εταιρείες ‘ζόμπι’, θα πρέπει να αποτελεί βασική προτεραιότητα”, προστίθεται.
Οι εταιρείες “ζόμπι”
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Associated Press, ο αριθμός των εταιρειών “ζόμπι” ξεπερνά σήμερα τις 7.000 παγκοσμίως, με περίπου 2.000 εξ αυτών να βρίσκονται στις ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα, αν και το ποσοστό τους βαίνει μειούμενο – από 18,6% την περίοδο 2005-2013 σε 8,9% το 2022 – εντούτοις πολλές από αυτές εξακολουθούν να είναι σε λειτουργία, με τους τομείς των κατασκευών, της διαμονής και του real estate να έχουν τη μερίδα του λέοντος. “Εξετάζοντας το επίπεδο των υποχρεώσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων προς τις τράπεζες, ο κατασκευαστικός κλάδος έχει τις υψηλότερες υποχρεώσεις από εταιρείες ‘ζόμπι’, ειδικά μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008. Εταιρείες ‘ζόμπι’ στον τομέα της μεταποίησης παρουσιάζουν σταθερά σημαντικά επίπεδα υποχρεώσεων προς τις τράπεζες που κορυφώθηκαν το 2012 στα 3,4 δισ. ευρώ ή 21,3%, ενώ το 2021 μειώθηκαν σε 1,1 δισ. ευρώ ή 15,7% του συνόλου, τη στιγμή που το μερίδιο της μεταποίησης σε όρους Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (Gross Value Added – GVA) ήταν περίπου 10%. Επίσης, ο τομέας χονδρικού και λιανικού εμπορίου εμφανίζει υψηλά επίπεδα υποχρεώσεων από εταιρείες ‘ζόμπι’ σε σύγκριση με το μερίδιό του στο συνολικό ΑΠΑ της οικονομίας”, σημειώνεται στη μελέτη.
Τα “κόκκινα” ανοίγματα
Όσον αφορά στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών σε μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες (NFCs), αυτά, όπως τονίζεται στη μελέτη, έφτασαν στο ανώτατο όριο των 58 δισ. ευρώ το 2015, αντιπροσωπεύοντας το 47,0% της συνολικής έκθεσης. Μέχρι το 2022, ωστόσο, είχαν μειωθεί σημαντικά στα 8,9 δισ. ευρώ ή στο 8,1% του συνόλου, καταγράφοντας πτώση κατά 49,1 δισ. ευρώ (ή 84,7%), κυρίως ως αποτέλεσμα διαγραφών και πωλήσεων κατά την περίοδο 2016 – 2019 και πωλήσεων / τιτλοποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του “Ηρακλή” το 2020 – 2022. Παράλληλα, τα εξυπηρετούμενα δάνεια αυξήθηκαν σημαντικά, κατά 35 δισ. ευρώ ή 53,6%, σε 100,3 δισ. ευρώ έως το 2022 από 65,3 δισ. ευρώ το 2015. “Η σημαντική μείωση των NPEs στους τραπεζικούς ισολογισμούς δεν σημαίνει αυτόματα αφαίρεση του χρέους από τις ελληνικές εταιρείες, με το μεγαλύτερο μέρος των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, ύψους 33,4 δισ. ευρώ, να έχει μεταφερθεί σε funds και επί του παρόντος να έχουν αναλάβει τη διαχείριση οι servicers. Επομένως, η καθαρή μείωση των NPEs προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις υπολογίζεται σε περίπου 15,7 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2015-2022”, σημειώνεται χαρακτηριστικά. Αξίζει να αναφερθεί πως το 2015, τη χρονιά κορύφωσης των NPEs, το μεγαλύτερο μερίδιο “κόκκινων” δανείων αντιστοιχούσε στους τομείς χονδρικού και λιανικού εμπορίου (16,4 δισ. ευρώ), ακολουθούμενος από τη μεταποίηση (11,2 δισ. ευρώ) και τις κατασκευές (9,4 δισ. ευρώ). Άλλοι τομείς με σημαντικό μερίδιο NPEs περιλαμβάνουν τη διαμονή (3,8 δισ. ευρώ) και τις δραστηριότητες ακινήτων (3,4 δισ. ευρώ).
Συμπέρασμα
“Ένας μεγάλος αριθμός εταιρειών ‘ζόμπι’ και ένα υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών ανοιγμάτων (NPEs) είτε εντός είτε εκτός τραπεζικών ισολογισμών μπορεί να έχει σημαντικές παρενέργειες στην οικονομία”. Αυτό είναι το συμπέρασμα της μελέτης, οι αναλυτές της οποίας σημειώνουν πως η καθυστερημένη επίλυσή τους αποδεικνύεται ότι έχει αρνητικό αντίκτυπο στις επενδύσεις, στην απασχόληση και στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. “Μέσα από ποσοτική ανάλυση, αναδεικνύονται σημαντικές άμεσες και έμμεσες επιδράσεις του βαθμού πυκνότητας των εταιριών ‘ζόμπι’ στο σύνολο της οικονομίας και σε επιμέρους τομείς δραστηριότητας. Πρώτον, οι υγιείς επιχειρήσεις εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις από τις εταιρίες ‘ζόμπι’ σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων, απασχόλησης και επιπέδου παραγωγικότητας. Δεύτερον, η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε εταιρίες ‘ζόμπι’ επηρεάζει αρνητικά το ρυθμό αύξησης των επενδύσεων στις υγιείς επιχειρήσεις σε επιμέρους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Τρίτον, η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε εταιρίες ‘ζόμπι’ αναγκάζει τις υγιείς επιχειρήσεις να αυξήσουν τη συνολική παραγωγικότητά τους προκειμένου να επιβιώσουν. Τέταρτον, η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε επιχειρήσεις ‘ζόμπι’ εμποδίζει την ανακατανομή κεφαλαίου προς πιο παραγωγικές επενδύσεις μεταξύ επιχειρήσεων και τομέων δραστηριότητας. Τέλος, οι νεότερες σε ηλικία και μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις εμφανίζουν εν γένει καλύτερες επιδόσεις σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων και απασχόλησης, αλλά και επιπέδου παραγωγικότητας. Συμπερασματικά, η ταχύτερη διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων επιτρέπει την αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων και δύναται να ενισχύσει τις επενδύσεις, την απασχόληση και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας”, καταλήγουν.
Capital.gr
Πηγή: philenews.com