Οπως τονίζει ο ειδικός σύμβουλος του INCOFRUIT-HELLAS, η χώρα οδεύει σε ρεκόρ εξαγωγών φέτος από άποψη τόσο ποσοτήτων όσο και τιμών λόγω της αύξησης της μεσοσταθμικής τιμής των πωλήσεων. «Θα υπερβούμε το 1.700.000 σε τόνους και σε αξία θα υπερβούμε το 1,65 δισ. στις νωπές εξαγωγές. Δηλαδή, θα έχουμε αύξηση των εξαγωγών σε επίπεδο ποσότητας 10%-12% και από άποψη αξιών γύρω στο 13%-14%».
Ωστόσο, παράλληλα με τις εξαγωγές έχουν αυξηθεί και οι εισαγωγές μας. Από προσωρινά στοιχεία τον Νοέμβριο οι εισαγωγές της Ελλάδας σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022 έχουν αυξηθεί κατά 50% στα φρούτα και λαχανικά. Αυτό οφείλεται και στην αύξηση των τουριστών που έρχονται στη χώρα, καθώς οδηγεί στην εισαγωγή προϊόντων που έχουν συνηθίσει να καταναλώνουν στη χώρα τους αλλά και στην εγκατάλειψη ορισμένων καλλιεργειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πατάτα, η παραγωγή της οποίας ουσιαστικά εγκαταλείπεται εξαιτίας των εισαγωγών χαμηλού κόστους από τρίτες χώρες, ενώ το ίδιο έχει γίνει και με τα κρεμμύδια, τα σπαράγγια και άλλα προϊόντα.
Τι είναι όμως αυτό που χρειάζεται η ελληνική παραγωγή για να επιβιώσει και να ανθήσει στις νέες αυτές παγκόσμιες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί; Κατά τον Γιώργο Πολυχρονάκη απαιτείται «αναδιάρθρωση και αναπροσαρμογή των καλλιεργειών στις νέες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής με καθορισμό ζωνών καλλιέργειας και με προσαρμογή των ποικιλιών και της συγκομιδής, ώστε να έχουμε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους παραγόμενα ελληνικά προϊόντα και να μην έχουμε ανάγκη εισαγωγών. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι με την είσοδο στο δεύτερο εξάμηνο του έτους η εγχώρια παραγωγή σε διάφορα προϊόντα δεν επαρκεί. Πρέπει να γίνει διασπορά της συγκομιδής και της διάθεσης».
Ο Γιώργος Πολυχρονάκης επισημαίνει παράλληλα πως επιβάλλεται να περιοριστεί η διάθεση χύμα προϊόντων στις ανταγωνίστριες χώρες που έχουν ελλείψεις στην παραγωγή τους. Η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει στην τυποποίηση των προϊόντων, ώστε να καρπώνεται την προστιθέμενη αξία και να εξάγει η ίδια τα αγαθά της στις διεθνείς αγορές.