Προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, διευκρινίζεται ότι η ελληνοποίηση κάθε ξένου προϊόντος αποτελεί μια αθέμιτη πρακτική. Το «βάφτισμα» ενός αρνιού, για παράδειγμα, από Βουλγαρία, ως ελληνικού και να πωλείται ως ντόπιο δεν αποτελεί πρακτική που εξυπηρετεί τη διαφάνεια και τον ανταγωνισμό στην αγορά αλλά και την προστασία και τον σεβασμό προς τον καταναλωτή. Διότι είναι ψέμα.
Πέραν, όμως, από την προφανή αυτή διαπίστωση, υπάρχει και η πραγματικότητα. Η αθέμιτη αυτή πρακτική, δηλαδή η εισαγωγή ενός φθηνότερου προϊόντος που βαφτίζεται ελληνικό και, στη συνέχεια, πωλείται ακριβότερα ως ντόπιο, κρύβει ένα πιο περίπλοκο πρόβλημα αιτιών και παρενεργειών. Μία από τις παρενέργειες είναι ότι πιέζονται οι τιμές για τους έλληνες παραγωγούς. Μια άλλη είναι ότι δεν υπάρχει σαφής ένδειξη για την ποιότητα.
Πιο δύσκολη είναι η προσέγγιση των αιτιών ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Η βασική αιτία είναι η κοστολόγηση του προϊόντος. Δηλαδή το περιθώριο κέρδους για την επιχείρηση ή, διαφορετικά, το πόσο μπορεί να αυξηθεί η τελική τιμή στο ράφι. Για παράδειγμα, αν μια επιχείρηση δεν μειώσει το κόστος απόκτησης πρώτων υλών, είτε θα πρέπει να μειώσει το περιθώριο κέρδους είτε θα πρέπει να αυξήσει τις τιμές στον καταναλωτή. Η εξίσωση δεν είναι εύκολη. Το περιθώριο κέρδους σχετίζεται με τους μισθούς, την αγορά εργασίας, την ανάπτυξη, τους φόρους, τις εξαγωγές κ.ά. Η τιμή στο ράφι σχετίζεται με τον πληθωρισμό και το διαθέσιμο εισόδημα.
Συνεπώς, λύση δεν είναι η νομιμοποίηση των ελληνοποιήσεων ή να «κλείσουν» τα σύνορα για εισαγωγή φθηνότερων προϊόντων.
Η λύση βρίσκεται στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας και των αυστηρών ελέγχων για το εάν η συσκευασία και η περιγραφή ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ας υπάρχει αρνί ελληνικό και αλβανικό και βουλγάρικο με τις τιμές τους κι ας αποφασίσει ο καταναλωτής.