Με αρνητικό πρόσημο ξεκίνησαν τη νέα μίνι χρηματιστηριακή εβδομάδα, λόγω της αργίας της 25ης Μαρτίου και της Μεγάλης Παρασκευής των Καθολικών στις 29 του μήνα, οι ελληνικές μετοχές. Κατά τη χθεσινή συνεδρίαση ο Γενικός Δείκτης της αγοράς έκλεισε με πτώση 0,19%, με τους τραπεζικούς τίτλους να καταγράφουν μεσοσταθμικά απώλειες 0,21%.
Με εξαίρεση την Εθνική Τράπεζα που ολοκλήρωσε τις συναλλαγές σε θετικό έδαφος, οι τίτλοι των άλλων τριών συστημικών ομίλων έκλεισαν με απώλειες. Οι κινήσεις αυτές έρχονται σε συνέχεια της νέας έκθεσης της Bank of America για τον εγχώριο κλάδο, μετά την απόφασή της να ξεκινήσει και πάλι την κάλυψή του σε επίπεδο συστημικών ομίλων. Οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας υιοθετούν μία ισορροπημένη άποψη, δίνοντας σύσταση αγοράς μόνο για δύο πιστωτικά ιδρύματα.
Συστάσεις
Συγκεκριμένα, προτείνει αγορά για τις Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς, με τιμή-στόχο στα 2,45 ευρώ (περιθώριο ανόδου 36%) και 4,65 ευρώ (περιθώριο ανόδου 19%) αντίστοιχα. Για την Εθνική Τράπεζα διαβλέπει περιθώριο μείωσης της τιμής της έως και 2% και για την Alpha μηδενικό περιθώριο ανόδου. Κι αυτό διότι θεωρεί ότι τα τρέχοντα επίπεδα αποτιμήσεων βρίσκονται πλέον πολύ κοντά στις τράπεζες τόσο της ανεπτυγμένης, όσο και της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Σε κλαδικό επίπεδο, η Bank of America αναμένει μείωση του μέσου δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROTE) στο 11% το 2026 από 16,5% το 2023. Η εξέλιξη αυτή κατά την ανάλυσή της θα είναι αποτέλεσμα των εξής:
1) Το καθαρά επιτοκιακό περιθώριο θα περιοριστεί λόγω της επικείμενης χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, η επίδραση της οποίας στα οργανικά έσοδα αναμένεται να είναι μεγαλύτερη σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, λόγω της μεγαλύτερης ευαισθησίας των ελληνικών τραπεζών στις μεταβολές των επιτοκίων.
2) Το κόστος για τον πιστωτικό κίνδυνο (CoR) αναμένεται να αυξηθεί, κυρίως λόγω της καθυστερημένης επίδρασης των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ στην ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών, αλλά και της επιβράδυνσης του ρυθμού ανόδου των επενδύσεων. Σύμφωνα με την BofA, οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι έχουν πετύχει σε πολλά πεδία τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, έχουν εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους, έχουν αυξήσει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, έχουν βελτιστοποιήσει το κόστος λειτουργίας και ενισχύσει τη ρευστότητά τους. Με τον τρόπο αυτόν επέστρεψαν σε μονοψήφιους δείκτες NPE και σε διψήφια ποσοστά απόδοσης ιδίων κεφαλαίων.
Κίνδυνοι
Ωστόσο, οι οικονομολόγοι της εντοπίζουν υψηλότερους πιστωτικούς κινδύνους σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, λόγω του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, παρότι το μεγαλύτερο μέρος του έχει εξέλθει των τραπεζικών ισολογισμών. Επιπλέον, τονίζουν ότι η συμμετοχή των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα κεφάλαιά τους παραμένει υψηλή, στα επίπεδα του 58%. Οπως σημειώνουν χαρακτηριστικά, χωρίς το DTC οι δείκτες CET1 θα βρίσκονταν σε επίπεδα χαμηλότερα των ελάχιστων εποπτικών ορίων.
Τέλος, όσον αφορά τη μερισματική πολιτική, εκτιμά ότι τη διετία 2024-2025 θα κινηθεί μεταξύ 5,4% και 6%, διαμορφούμενη σε υψηλότερα επίπεδα από τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική, αλλά χαμηλότερα από τους ομίλους με έδρα στην ανεπτυγμένη Γηραιά Ηπειρο.