Στον οικονομικό κύκλο οι κεντρικές τράπεζες συχνά κάνουν ένα βασικό λάθος: ενεργούν πολύ αργά – αλλά στη συνέχεια υπερβολικά πολύ, επιδεινώνοντας τις διακυμάνσεις στην ανάπτυξη και τον πληθωρισμό αντί να τις μετριάζουν. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φαίνεται να έχει κολλήσει σε αυτό το μοτίβο. Αν και η οικονομία ανέκαμψε ήδη γρήγορα από την πανδημία COVID-19 το 2021, η ΕΚΤ συνέχισε να κάνει λόγο για κίνδυνο αποπληθωρισμού ώστε να δικαιολογήσει τη διατήρηση της εξαιρετικά χαλαρής στάσης μέχρι τα τέλη του 2021.
Στον απόηχο των επιθετικών αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ συνολικά κατά 450 μονάδες βάσης από τον Ιούλιο του 2022 και μετά, η οικονομία της ευρωζώνης παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό στάσιμη καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023. Στις επόμενες προβλέψεις της που θα ανακοινωθούν στις 7 Μαρτίου, η ΕΚΤ ενδέχεται να χρειαστεί να υποβαθμίσει ξανά τις προοπτικές για το ΑΕΠ. Το αποτέλεσμα εξακολουθεί να δείχνει ότι θα ήταν καλύτερο εάν η ΕΚΤ είχε σταματήσει νωρίτερα τις αυξήσεις, με επιτόκιο καταθέσεων όχι μεγαλύτερο από 3,5% αντί για 4% σήμερα – όπως είχαμε υποστηρίξει πέρυσι.
Η Κριστίν Λαγκάρντ αρνήθηκε να τονώσει ελπίδες της αγοράς για πρώτη μείωση επιτοκίων στις 11 Απριλίου. Ο πληθωρισμός της ευρωζώνης πιθανότατα θα μειωθεί στο 2% στα τέλη του 2024. Αναμένοντας αυτό, προσβλέπουμε ότι η ΕΚΤ θα μειώνει το επιτόκιο καταθέσεων κατά 25 μονάδες βάσης κάθε τρίμηνο από τον Ιούνιο και μετά, σε 3,25% στο τέλος του 2024 – από 4% σήμερα – και σε 3% στις αρχές του 2025. Η ΕΚΤ μπορεί να ξεκινήσει ήδη τις μειώσεις τον Απρίλιο του 2024.
Λόγω των επίμονων ελλείψεων εργατικού δυναμικού, αναμένουμε ότι οι αυξήσεις των μισθών θα φθάσουν κοντά στο 4% το 2025 και το 2026, ενώ σε αντίθεση με την ΕΚΤ προβλέπουμε μια σταδιακή ανάκαμψη των πληθωριστικών πιέσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του 2025 προς το 2,5% σε ετήσια βάση.
Ο Χόλγκερ Σμίντινγκ είναι επικεφαλής οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας Berenberg