Η Ελλάδα πάσχει από μη συμμετρική μετακύλιση των τιμών μεταξύ της τιμής του παραγωγού και του ραφιού, σε αντίθεση με την Ευρώπη. Δηλαδή, οι τιμές στο ράφι στο σουπερμάρκετ εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερη αύξηση από τις όποιες αυξήσεις στην τιμή που πούλησαν οι παραγωγοί.
Αυτό δημιουργεί μια δυσανάλογα μεγάλη απόκλιση τιμών στην εφοδιαστική αλυσίδα, που πηγάζει κατά γενική ομολογία από την κερδοσκοπία και την πολιτική των μεσαζόντων. Σύμφωνα με τον Γιώργο Πολυχρονάκη, «μέσα στον Σεπτέμβριο είχαμε μια μεσοσταθμική αύξηση 11,5% στην τιμή εξαγωγής των φρούτων και λαχανικών σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2022».
Κανονικά, η αύξηση της τιμής στην εγχώρια αγορά πρέπει να βρίσκεται στα ίδια περίπου επίπεδα ή σε ελαφρώς υψηλότερα σε σχέση με αυτά της εξαγωγής. Οπως επισημαίνει ο Γιώργος Πολυχρονάκης, «δυστυχώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο αντίστοιχος Σεπτέμβριος εμφανίζει 17% αύξηση που σημαίνει ότι δεν έχουμε συμμετρική μετακύλιση των τιμών από τον παραγωγό στο ράφι». Αυτή η ασυμμετρία σε υπεραξίες στην εγχώρια αγορά δεν δικαιολογούνται από τις αυξήσεις στις τιμές παραγωγού.
Επιπλέον, αυτή η ασυμμετρία αποτελεί και εμπόδιο στην περαιτέρω αύξηση των ελληνικών εξαγωγών. Και αυτό γιατί μια διακύμανση τιμών ασύμμετρη που δεν ανταποκρίνεται στη διεθνή ζήτηση δεν επιτρέπει στα ελληνικά προϊόντα να είναι ανταγωνιστικά στις αγορές του εξωτερικού. Οπως επισημαίνει ο Γιώργος Πολυχρονάκης, «όταν μειώνεται η τιμή λόγω προσφοράς στην παραγωγή δεν μειώνεται αυτομάτως η τιμή στο ράφι και αυτό δημιουργεί την ασυμμετρία. Αντίθετα, μόλις έχουμε μείωση της τιμής στο ράφι, αυτό έχει αυτομάτως αντανάκλαση στον παραγωγό». Κατά τον ίδιο, η πολιτεία οφείλει να παρακολουθεί τις τιμές από το χωράφι μέχρι το ράφι, ώστε να καταπολεμά τέτοια φαινόμενα.