Στη διαπίστωση ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά στην Ελλάδα βιώνουν μεγαλύτερο πληθωρισμό από τα πλουσιότερα στρώματα προχωρά ειδική ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη χώρα μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το φτωχότερο 20% του πληθυσμού στην Ελλάδα δαπανά πάνω από το 20% του εισοδήματός του για στέγαση, νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα, ποσοστό υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό του πλουσιότερου 20%.
Η πανδημία του COVID-19 προκάλεσε κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών, σύμφωνα με την ανάλυση του ΔΝΤ για την περίοδο 2022-2023, καθώς τα νοικοκυριά αντικατέστησαν τα αγαθά με υπηρεσίες που συνεπάγονται στενές ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις (ταξίδια, ξενοδοχεία, εστιατόρια) κατά το 2020, ωστόσο, κατά το 2021 παρατηρήθηκε πως τα νοικοκυριά άρχισαν να επιστρέφουν στα παλαιά καταναλωτικά τους πρότυπα με αυξανόμενο μερίδιο υπηρεσιών εις βάρος της χαμηλότερης κατανάλωσης τροφίμων και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανάλυση, τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα και τα νοικοκυριά που ζουν σε αραιοκατοικημένες περιοχές ή που βασίζονται περισσότερο σε δευτερεύουσες πηγές εισοδήματος (π.χ. μη μισθολογικό εισόδημα) έχουν αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη απώλεια αγοραστικής δύναμης.
Τα νοικοκυριά διαθέτουν ολοένα και μικρότερο ποσοστό του συνολικού τους εισοδήματος κατανάλωσης σε βασικά αγαθά, όπως τα τρόφιμα και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, καθώς αυξάνεται το συνολικό τους εισόδημα.
Τα νοικοκυριά του κατώτερου 20% της κλίμακας των εισοδημάτων δαπανούν πάνω από το 20% των συνολικών τους δαπανών για στέγαση, νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα, ποσοστό υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό των νοικοκυριών του ανώτερου εισοδηματικού 20%. Αντίθετα, υπηρεσίες όπως οι μεταφορές και η διαμονή και τα εστιατόρια κατέχουν σημαντικότερη θέση στα καλάθια κατανάλωσης των ευκατάστατων νοικοκυριών.
Διακυμάνσεις
Ο πραγματικός πληθωρισμός παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των νοικοκυριών, με νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα να έχουν υποστεί μεγαλύτερη απώλεια αγοραστικής δύναμης. Κατά μέσο όρο, ο πραγματικός πληθωρισμός για τα νοικοκυριά στα τρία ανώτερα εισοδηματικά δεκατημόρια είναι 1,5 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερος από εκείνον των νοικοκυριών στα τρία κατώτερα εισοδηματικά δεκατημόρια, επιβεβαιώνοντας ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά πλήττονται πράγματι περισσότερο από το σοκ των ανατιμήσεων, σύμφωνα με το Ταμείο. Ο πραγματικός πληθωρισμός συσχετίζεται επίσης με άλλα χαρακτηριστικά των νοικοκυριών. Τα πλουσιότερα νοικοκυριά ξοδεύουν κατά μέσο όρο μικρότερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, γεγονός που οδηγεί σε λιγότερο απότομη αύξηση του πραγματικού πληθωρισμού τους.
Αντίθετα, τα νοικοκυριά των οποίων οι κύριοι τροφοδότες βρίσκονται κοντά στην ηλικία συνταξιοδότησης (άνω των 65 ετών) ή είναι λιγότερο μορφωμένοι ξοδεύουν περισσότερα σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και τρόφιμα και, επομένως, θα δουν μια πιο σημαντική αύξηση των δαπανών διαβίωσής τους που συνδέεται με το… καλάθι του νοικοκυριού τους. Αυτό ισχύει επίσης για τα νοικοκυριά που δηλώνουν ότι η κύρια πηγή εισοδήματός τους είναι δευτερεύουσα, δηλαδή από συντάξεις, επιδόματα ανεργίας ή άλλα μη μισθολογικά, μη περιουσιακά εισοδήματα.
Δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά στη συσχέτιση που εντοπίστηκε όσον αφορά το φύλο του κύριου τροφοδότη του νοικοκυριού: τα νοικοκυριά με επικεφαλής γυναίκα τείνουν να ξοδεύουν περισσότερα για τρόφιμα, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και υγεία, ενώ τα νοικοκυριά με επικεφαλής άνδρα τείνουν να ξοδεύουν περισσότερα για αλκοολούχα ποτά και καπνό, μεταφορές, εστιατόρια και ξενοδοχεία. Τέλος, λόγω του υψηλότερου μεριδίου του προϋπολογισμού τους που διατίθεται για τρόφιμα και σε μικρότερο βαθμό για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, τα νοικοκυριά που ζουν σε αραιοκατοικημένες πυκνοκατοικημένες περιοχές διαπιστώθηκε ότι αντιμετωπίζουν υψηλότερο πραγματικό πληθωρισμό.