Η σοκαριστική εικόνα από τις ΗΠΑ όπου ένα μεγάλο πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων κατέρριψε την κύρια γέφυρα που διέσχιζε το λιμάνι της Βαλτιμόρης, ανέδειξε τα μεγάλα προβλήματα που υπάρχουν στις σύγχρονες υποδομές. Η γέφυρα ήταν πλήρως συμβατή με τους οικοδομικούς κανονισμούς όταν άνοιξε πριν από πέντε δεκαετίες, αλλά τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων είναι πλέον πολύ μεγαλύτερα και οι πιθανές συνέπειες μιας σύγκρουσης είναι πολύ πιο τρομερές.
Η υπόθεση του πλοίου στη Βαλτιμόρη έφερε ξανά στο προσκήνιο τα προβλήματα γηρασμένων ή ανύπαρκτων και κακής ποιότητας μεγάλων κρατικών υποδομών που υπάρχουν στον δυτικό κόσμο και κανείς δεν θέλει – ιδιαίτερα ο ιδιωτικός τομέας και οι τράπεζες – να χρηματοδοτήσει την αντικατάσταση ή επισκευή τους. Αυτή η κατάσταση, πολλαπλάσια λόγω της χρεοκοπίας της χώρας και του παγώματος πολλών μεγάλων επενδυτικών σχεδίων, αφορά και την Ελλάδα.
Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι τον Οκτώβριο του 2020, δύο χρόνια μετά τη λήξη των μνημονίων, σε μια μελέτη της η PWC κατέτασσε την Ελλάδα στην 37η θέση παγκοσμίως και την 18η μεταξύ των χωρών της ΕΕ σε όρους ποιότητας των υποδομών της. Η χώρα βαριά τραυματισμένη τότε από την οικονομική κρίση, όπου τα περισσότερα κατασκευαστικά έργα αναβλήθηκαν, οι εταιρείες μειώθηκαν ή σταμάτησαν τη λειτουργία τους και χιλιάδες επαγγελματίες αναζήτησαν ευκαιρίες στο εξωτερικό. Ελειπαν τότε, όπως έλεγε η μελέτη, περίπου 1,5 δισ. ευρώ δαπάνες κάθε χρόνο για την κάλυψη του κενού των επενδύσεων σε βασικές υποδομές. Στη μελέτη γίνονταν λόγος ότι ο πολλαπλασιαστής των επενδύσεων σε υποδομές έφτανε το 1,8, άρα θεωρούνταν εξαιρετικά σημαντικές. Αναφέρονταν δε ότι ο τότε προϋπολογισμός έφτανε τα 43,4 δισ. ευρώ για έργα υποδομών στους τομείς της ενέργειας, των σιδηροδρόμων, των αυτοκινητόδρομων και των τουριστικών υποδομών.
Δύο χρόνια μετά το 2022, το ΔΝΤ σε μελέτη του για την Ελλάδα χαρακτήριζε την εικόνα στις υποδομές ως μεικτή. Με σημαντικά κενά στις μεταφορές και σε μικρότερο βαθμό στις υποδομές ενέργειας, ψηφιακής και υγειονομικής περίθαλψης. Η υποδομή μεταφορών της Ελλάδας χαρακτηρίζονταν χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, με σχεδόν 30% χαμηλότερη οδική πυκνότητα και 60% χαμηλότερη πυκνότητα σιδηροδρόμων σε σύγκριση με άλλες χώρες. Η Ελλάδα βρίσκεται ωστόσο πιο κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ όσον αφορά τις υποδομές κοινής ωφέλειας, ιδίως όσον αφορά την ικανότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ενώ η αξιοπιστία της παροχής νερού κατατάσσεται ψηλά, η μεταφορά νερού έχει κενά.
Στην πιο πρόσφατη από τις μελέτες, αυτή του ΙΟΒΕ για λογαριασμό του ΤΜΕΔΕ που παρουσιάστηκε την περασμένη Τετάρτη, υπολογίζονταν ότι για έργα υποδομής κινητοποιούνται ως το 2026 περίπου 23,9 δισ. ευρώ. Απαραίτητη προϋπόθεση έθεταν οι συγγραφείς της μελέτης είναι η σύνταξη ενός Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού Υποδομών και Κατασκευών. Σε αυτό θα τίθενται προτεραιότητες, θα καθορίζονται οι προγραμματισμένες και προβλεπόμενες επενδύσεις σε μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές υποδομές, θα εξειδικεύονται οι πόροι χρηματοδότησης για κρίσιμα έργα υποδομής, περιλαμβανομένης της συντήρησής τους, και θα προσδιορίζονται οι ανάγκες εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων για την υλοποίησή τους. Μόνο οι ανάγκες σε επιπλέον προσωπικό υπολογίζονται σε 50.000. Το εντυπωσιακό είναι ότι το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα μετά το προσωπικό, που αναδείχτηκε από τη μελέτη και στη χώρα μας ήταν το πρόβλημα χρηματοδότησης των έργων. Παραδόξως, όπως ακριβώς και στις ΗΠΑ…