Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει τα στοιχεία και τα επιχειρήματα των εργοδοτών όταν ζητούν μείωση της εισφοράς που οι ίδιοι καταβάλλουν στο ταμείο πλεονάζοντος προσωπικού. Γι’ αυτό μάλλον και στην τελευταία συνάντηση του επιχειρηματικού κόσμου με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο ίδιος έτεινε ευήκοον ους για εξέταση του αιτήματος, που χρονολογείται.
Χρονολογείται γιατί εδώ και καιρό οι εργοδοτικές οργανώσεις προτάσσουν το μεγάλο αποθεματικό που συγκέντρωσε το ταμείο, που ανέρχεται πλέον κοντά στα 700 εκατομμύρια, αλλά και την ύφεση της ανεργίας και την πρόβλεψη πως οι δαπάνες τους δεν αναμένεται να καταγράψουν το επόμενο διάστημα απότομη αύξηση.
Εξάλλου, όταν το ταμείο χρειάστηκε να ξοδέψει πολλά χρήματα σε αποζημιώσεις λόγω απολύσεων και πλεονασμών που επέφερε η κρίση του 2013, αυτά τα πολλά μόλις που προσέγγισαν τα 100 εκατ. ευρώ.
Οπόταν, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το αποθεματικό όσο και τη συνεχιζόμενη ροή εσόδων, αφού αυτό που θέλουν οι εργοδότες είναι η συνεισφορά τους να μειωθεί κατά το ήμισυ αλλά όχι να τερματιστεί, φαίνεται να είναι ένα εργοδοτικό αίτημα που θα μπορούσε να ικανοποιηθεί.
Αν και προτάσσουν πως το ταμείο θα πρέπει να είναι επαρκώς θωρακισμένο για αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, εντούτοις οι συνδικαλιστικές οργανώσεις αντέδρασαν για τον τρόπο που επανήλθε το θέμα στην επικαιρότητα. Χωρίς και πάλι να υπάρξει διάλογος και με τις συντεχνίες, αλλά και με την Κυβέρνηση να φαίνεται να αγνοεί δικά τους αιτήματα για το ίδιο ταμείο. Αιτήματα που επίσης χρονολογούνται, με στόχο τον τρόπο υπολογισμού των αποζημιώσεων που παρέχει το ταμείο και κατ’ επέκταση της βελτίωσης τους.
Εάν λάβει κανείς υπόψη ότι σήμερα το μέγιστο ποσό που μπορεί να λάβει κανείς ανέρχεται στις 60 χιλ. ευρώ, ποσό που υπολογίζεται κάθε χρόνο, αλλά και το οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκτήσει, καθώς προϋποθέτει δεκάδες συνεχή χρόνια εργασίας στον ίδιο εργοδότη και ένα πολύ υψηλό μισθό, εύκολα μπορεί επίσης να υποθέσει ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Επίσης, εάν ληφθεί υπόψη ότι στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξαν σχέδια εθελούσιας εξόδου από επιχειρήσεις με αποζημιώσεις που έφταναν έως και τις 200 χιλ. ευρώ.
Για τα ελλείμματα του ταμείου πλεονάζοντος έγραψα και στο παρελθόν, καθώς, μετά και τα όσα περάσαμε το 2013, αλλά και με την εδραίωση της τεχνολογίας στις επιχειρήσεις, το ενδεχόμενο από τη μια μέρα στην άλλη ένας μισθωτός του ιδιωτικού τομέα να βρεθεί χωρίς δουλειά δεν είναι πλέον κάτι σπάνιο. Στο πλαίσιο αυτό είχα γράψει για ελλείμματα όσον αφορά το ταμείο, παρά το μεγάλο αποθεματικό του, που δεν κινδύνευσε ούτε με την κρίση, σχολιάζοντας τον τρόπο υπολογισμού των αποζημιώσεων του, αφού έχει κάποια αξία μόνο εάν συμπληρώσει κανείς αρκετά χρόνια στον ίδιο εργοδότη.
Έγραψα επίσης για ελλείμματα, γιατί σε περίπτωση που έχεις αλλάξει στη διάρκεια της καριέρας σου εργασία, ακόμα και στον ίδιο τομέα, η συγκεκριμένη αποζημίωση θα υπολογιστεί μόνο για τον χρόνο απασχόλησης σου στην τελευταία δουλειά. Κι εάν είσαι «τυχερός» και μόλις αλλάξεις δουλειά -πες μετά και από 15 ή 20 χρόνια- και η νέα επιχείρηση κλείσει, τότε μένεις εκτεθειμένος και αντί για μια υποφερτή αποζημίωση θα πάρεις ψίχουλα.
Χαρακτήρισα το συγκεκριμένο ζήτημα στρέβλωση, που μεταξύ άλλων αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα και στις μετακινήσεις στον ιδιωτικό τομέα, αφού λίγοι είναι αυτοί που θέλουν να πάρουν το ρίσκο και να «χάσουν» μια συγκεκριμένη αποζημίωση εάν προκύψει μια αναποδιά και, όσο τα χρόνια περνούν, κάποιοι προτιμούν να μένουν με το ζόρι κάπου, ακόμα και εάν δεν περνούν καλά, έχοντας υπόψη το μαξιλάρι του ταμείου σε περίπτωσης απόλυσής τους.
Εν ολίγοις, αφού θα συζητηθεί σοβαρά πλέον -και φαίνεται και με οδηγίες του Προέδρου- το θέμα του Ταμείου Πλεονάζοντας προσωπικού, καλό θα ήταν να γίνει μια πιο διευρυμένη συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τα αιτήματα των εργοδοτών αλλά και των συντεχνιών.