Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν σήμερα οι τράπεζες στην Κύπρο και η εξέλιξή τους τα τελευταία χρόνια αναδεικνύονται από την ανάλυση των στοιχείων βασικών συγκεντρωτικών χρηματοοικονομικών δεικτών που ανακοίνωσε χθες η Κεντρική Τράπεζα.
Υπάρχουν δείκτες που εμφανίζουν σαφή βελτίωση και υπάρχουν και άλλοι που αποκαλύπτουν την ανάγκη για μεγαλύτερη προσπάθεια από τις διοικήσεις των τραπεζών.
Από το 2013 έως και τον Μάρτιο του 2024 οι τράπεζες έκαναν προσπάθειες για μείωση των εξόδων τους, μέσω σχεδίων εθελουσίας εξόδου (έχουν προχωρήσει σε περισσότερα από 15 σχέδια), κλεισίματος καταστημάτων και ψηφιοποίησης πολλών διαδικασιών. Η διαφορά είναι εμφανής από το 2023, καθώς τα προηγούμενα χρόνια οι όποιες ενέργειες των τραπεζών δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Συγκεκριμένα, το κόστος προς τα έσοδα των κυπριακών τραπεζών (cost to income) ανήλθε τον Μάρτη του 2024 στο χαμηλό 30,5%, πιο κάτω από τον Μάρτιο του 2023 που ήταν 33,5%. Για να υπάρχει και ακριβής σύγκριση, τον Μάρτη του 2022 ανερχόταν στο 75,7%, τον Μάρτη του 2021 στο 73,6%, τον Μάρτη του 2020 στο 67,1% και Μάρτιο του 2017 (τελευταίο στοιχείο που παρέχει η Κεντρική) στο 51,5%.
Το κόστος του προσωπικού των τραπεζών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία (staff expenses), ανερχόταν τον Μάρτη του 2024 στο 55,4%, τον Μάρτιο του 2023 στο 55%, τον Μάρτιο του 2022 στο 57,1%, τον Μάρτιο του 2021 στο 56,5%, τον Μάρτιο του 2020 στο 53,1% και τον Μάρτιο του 2019 στο 50,4%.
Ουσιαστικά, ο δείκτης πέντε χρόνια μετά έχει αυξηθεί, είτε γιατί το κόστος εργοδότησης παραμένει ψηλό παρά τη μείωση του προσωπικού αλλά περισσότερο ίσως γιατί έχουν μειωθεί άλλα έξοδα των τραπεζών. Τα έξοδα που παράγει το τραπεζικό σύστημα στην κατηγορία general and administrative expenses (γενικά και διοικητικά έξοδα) ανήλθαν τον Μάρτιο του 2024 στο 35,6%, σε σχέση με 35,9% τον Μάρτιο του 2023 και 34,1% τον Μάρτιο του 2022.
Οι τράπεζες φάνηκαν τυχερές από τα ουρανοκατέβατα κέρδη που τους έστειλε η ΕΚΤ με την αύξηση των επιτοκίων, χωρίς επί της ουσίας να έχουν βελτιώσει σημαντικά τα έσοδά τους από άλλες δραστηριότητες.
Ο δείκτης net interest income (καθαρά έσοδα από τόκους, γνωστά και ως επιτοκιακά έσοδα) βρίσκεται σε ψηλά επίπεδα, λόγω των αυξημένων επιτοκίων δανεισμού και των χαμηλών επιτοκίων από καταθέσεις. Ο δείκτης των επιτοκιακών εσόδων των τραπεζών τον Μάρτιο του 2024 ήταν 78,6%, σε σχέση με 68,5% τον Μάρτιο του 2023, 72,1% τον Μάρτιο του 2022 και 78,1% τον Μάρτιο του 2021.
Από τους αριθμούς που δίνει η Κεντρική στους συγκεντρωτικούς χρηματοοικονομικούς δείκτες για τον κυπριακό τραπεζικό τομέα φαίνεται πως υπάρχει περιθώριο για βελτίωση και άνοιγμα των τραπεζών σε άλλες εργασίες. Στην ενότητα trading and foreign exchange results (αποτελέσματα συναλλαγών και συναλλάγματος), στο μίγμα των εσόδων των τραπεζών (income) ο δείκτης βελτιώθηκε τον Μάρτιο του 2024 και ανήλθε στο 7,1%, από 5,8% τον Μάρτιο του 2023 και -7,2% τον Μάρτιο του 2022.
Δείκτες κεφαλαίου και φερεγγυότητας
Ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 (Core Tier 1 capital ratio / Common Equity Tier 1 capital ratio) για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο και ανήλθε στο 21,5% τέλος Μαρτίου 2024, έναντι 17,3 5% τον Μάρτιο του 2023 και 17,2% τον Μάρτιο του 2022.
Στο 25,7% ανήλθε ο συνολικός δείκτης φερεγγυότητας του κυπριακού τραπεζικού τομέα το πρώτο τρίμηνο του 2024, σε σχέση με 21,7% το ίδιο τρίμηνο του 2023 και 25,5% το τελευταίο τρίμηνο του 2023. Τα συνολικά δάνεια αντιστοιχούσαν στο 40,8% των συνολικών στοιχείων ενεργητικού στο τέλος Μαρτίου 2024, έναντι 39,1% τον Δεκέμβριο 2023 και 40,5% το πρώτο τρίμηνο του 2023.
Πηγή: philenews.com