Table of Contents
Μόλις για 19 ημέρες επαρκεί το μηνιαίο εισόδημα για 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%), την ώρα που περισσότεροι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και τις τράπεζες και 7 στα 10 νοικοκυριά (72,7%) δήλωσαν ότι οι αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα τα επηρέασαν περισσότερο σε βαθμό να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για άλλες ανάγκες.
Τα απογοητευτικά αυτά στοιχεία αποκαλύπτει η ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τιςδαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών 2023 (12η κατά σειρά) διεξήχθη υπό τις συνθήκες που έχει διαμορφώσει η πολύμηνη κρίση ακρίβειας.
Όπως προκύπτει από την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε το 2023, ενώ οι προσδοκίες για το μέλλον έχουν αρνητικό πρόσημο για δεύτερο συνεχόμενο έτος, καθώς πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (53,7%) εκτιμά ότι η κατάστασή του θα επιδεινωθεί το 2024.
Οι προσδοκίες για το μέλλον έχουν αρνητικό πρόσημο για δεύτερο συνεχόμενο έτος
Πέρα από τις χαμηλές προσδοκίες που δημιουργεί η πληθωριστική κρίση, οι βασικές αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων στα νοικοκυριά με βάση τα ευρήματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι οι εξής:
Εισοδηματικές ανισότητες
Διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, και των νοικοκυριών με υψηλά εισοδήματα. Συγκεκριμένα, το 32,9% των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα έως 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2023, έναντι 15,3% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 51,4% που δήλωσε ότι παρέμεινε το ίδιο.
Στον αντίποδα, το 30,3% των νοικοκυριών με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε, έναντι 12,1% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 57,6% που δήλωσε ότι παρέμεινε το ίδιο.
Ανάλογα ευρήματα είχαν καταγραφεί και στις αντίστοιχες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που διεξήχθησαν μετά την εκδήλωση της πανδημίας. Η συνεχιζόμενη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων φαίνεται ότι αρχίζει να λαμβάνει μόνιμα χαρακτηριστικά. Και τούτο γιατί συνεχίζει να επηρεάζει έντονα και τα μεσαία εισοδήματα, καθώς για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η πλειονότητα των νοικοκυριών δήλωσε ότι χρειάζεται να κάνει περικοπές για να καλύψει τα αναγκαία (51,8%).
Επιπλέον, σταθερά υψηλό και μάλιστα αυξημένο σε σχέση με την περσινή χρονιά είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που φαίνεται ότι διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (15%).
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι το 42,8% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα έχει ετήσιο εισόδημα έως 18.000 €. Με δεδομένο τον νέο τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών/ατομικών επιχειρήσεων φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών που έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα θα φορολογηθεί για εισοδήματα που δεν έχει, κάτι που όπως είναι επόμενο θα επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό και θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημά του. Μάλιστα, για το 58,3% αυτών των νοικοκυριών τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι και η μοναδική πηγή εισοδήματος.
Μείωση αγοραστικής δύναμης
Η δεύτερη σημαντική επίπτωση της συνεχιζόμενης ακρίβειας αφορά στη μείωση της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος των νοικοκυριών. Αυτό προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας σχετικά με τη μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών.
Είναι μάλιστα τα δυσμενέστερα που έχουν καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Συγκεκριμένα, 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες.
Σε δυσμενέστερη θέση φαίνεται ότι βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, καθώς για το 65,1% αυτών το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Επιπλέον, το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα και για το 68% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και ετήσιο εισόδημα έως 18.000 €.
Αυξάνονται τα νοικοκυριά με ληξιπρόθεσμες οφειλές
Η τρίτη σημαντική επίπτωση αφορά στις ληξιπρόθεσμες οφειλές των νοικοκυριών προς το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.) και τις τράπεζες. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας έχουν αυξηθεί τα νοικοκυριά με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και τις τράπεζες σε σχέση με το 2022.
Συγκεκριμένα, πάνω από 1 στα 5 νοικοκυριά (21,7%) δήλωσε πως το ίδιο ή κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Περίπου 1 στα 10 νοικοκυριά (9,6%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ από τα νοικοκυριά που έχουν ενεργό στεγαστικό δάνειο το 30% είτε καταβάλλει τις δόσεις συχνά με καθυστέρηση (20%), είτε έχει καθυστερημένες οφειλές για πάνω από 3 μήνες (10%).
Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν την ανάγκη για δραστικές πολιτικές έναντι της συνεχιζόμενης ακρίβειας, οι οποίες θα αντιμετωπίσουν την οικονομική δυσπραγία και θα βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών, αναφέρεται από την ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
8 στους 10 λένε ότι τα κυβερνητικά μέτρα είναι ανεπαρκή
Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας ο βαθμός αξιολόγησης των μέτρων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας ήταν ιδιαίτερα χαμηλός από τα ελληνικά νοικοκυριά.
Η συντριπτική πλειονότητα (80,6%) αξιολόγησε τα μέτρα της κυβέρνησης ως ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή. Ιδιαίτερη, μάλιστα, βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στο πεδίο του ελέγχου των τιμών, καθώς με βάση τα ευρήματα της έρευνας, μετά την αύξηση των μισθών και συντάξεων αποτελεί για πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά το καταλληλότερο μέτρο για τον περιορισμό των ανατιμήσεων.
Τέλος, σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά δήλωσε ως κατάλληλο μέτρο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας τη μείωση φόρων και τελών. Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται ότι η εφαρμογή ενός δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος παραμένει ακόμα ζητούμενο.
Τα βασικά ευρήματα της έρευνας
Τα βασικά ευρήματα της έρευνας εισοδήματος 2023 του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία MARC σε δείγμα 818 νοικοκυριών είναι τα εξής:
Εισόδημα και οικονομική κατάσταση νοικοκυριών
- Το 30,7% των νοικοκυριών δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε (28% το αντίστοιχο ποσοστό το 2022). Για αυτά τα νοικοκυριά ο μέσος όρος μείωσης ανήλθε στο 24,7%.
- Το 17,1% των νοικοκυριών δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε (11,7% το αντίστοιχο ποσοστό το 2022), το οποίο αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (από το 2011). Για αυτά τα νοικοκυριά ο μέσος όρος αύξησης ανήλθε στο 13,8%.
- Το 51,6% των νοικοκυριών δήλωσε πως το εισόδημά του παρέμεινε σταθερό (60,1% το αντίστοιχο ποσοστό το 2022).
- Η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των νοικοκυριών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος έναντι των νοικοκυριών υψηλότερου εισοδήματος διευρύνθηκε περαιτέρω.
- Το 34,4% (31,2% το 2022) των νοικοκυριών με εισόδημα έως 25.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2023, έναντι 10,5% (15 3% το 2022) που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 50,1% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό (58,3% το 2022).
- Στον αντίποδα, το 22% (18,7% το 2022) των νοικοκυριών με εισόδημα πάνω από 25.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε, έναντι 19,7% (18,7% το 2022) που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε και 58,4% (62,6% το 2022) που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό. Τα νοικοκυριά μάλιστα με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 € αποτελούν και τη μοναδική κατηγορία όπου το ισοζύγιο μεταξύ των νοικοκυριών που δήλωσαν μείωση (12,1%) εισοδήματος και εκείνων που δήλωσαν αύξηση (30,3%) είναι θετικό.
- Σημειώνεται ότι με βάση τα ευρήματα της έρευνας το 73,3% των νοικοκυριών διαβιοί με ετήσιο εισόδημα έως 25.000 €, έναντι 21,2% που διαβιοί με ετήσιο εισόδημα πάνω από 25.000 €. Επιπλέον, τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα άνω των 30.000 € αποτελούν το 8,1% του συνόλου των νοικοκυριών.
Πηγές εισοδήματος
- Ο μισθός και η σύνταξη αποτελούν την κύρια πηγή εισοδήματος για τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών. Το 43,5% δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 43,5% τη σύνταξη, το 7% τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα και το 5,6% άλλο (ενοίκια, επίδομα, κ.λπ.).
- Το 36,3% των νοικοκυριών δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος. To 24,7% έχει ως άλλη πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 19,3% τη σύνταξη, το 12,1% τα ενοίκια, το 5% υποστηρίζεται εισοδηματικά από συγγενείς, το 4,5% έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ το 6,4% ως άλλη πηγή εισοδήματος δήλωσε κάποιο επίδομα (ανεργίας, αλληλεγγύης κ.λπ.).
- Σημειώνεται ότι το 42,8% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα έχει ετήσιο εισόδημα έως 18.000 €. Με δεδομένο τον νέο τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών/ατομικών επιχειρήσεων φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών που έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα θα φορολογηθεί για εισοδήματα που δεν έχει, κάτι που όπως είναι επόμενο θα επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό και θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημά του. Από τα ευρήματα της έρευνας, μάλιστα, προκύπτει πως το 58,3% αυτών των νοικοκυριών δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος.
Επάρκεια εισοδήματος
- Επιδείνωση παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας σε σχέση με την μηνιαία επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών. Είναι μάλιστα τα δυσμενέστερα που έχουν καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
- Συγκεκριμένα, 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Το ποσοστό αυτό είναι το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ από το 2018, έτος που περιλήφθηκε ο συγκεκριμένος δείκτης.
- Στο σύνολο των νοικοκυριών το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί μεσοσταθμικά για 23 ημέρες, ενώ για τα νοικοκυριά των οποίων το εισόδημα τελειώνει πριν από το τέλος του μήνα (60,7%), αυτό επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες.
- Σε σχέση με την κύρια πηγή εισοδήματος σε δυσμενέστερη θέση βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, καθώς για το 65,1% αυτών το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα και ακολουθούν το 57,7% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη και το 42,8% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
- Σταθερά συντριπτικό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατεί να αποταμιεύσει. Συγκεκριμένα, πάνω από 8 στα 10 νοικοκυριά (84,8%) δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν.
Βιοτικό επίπεδο, φτώχεια και εισοδηματική επισφάλεια
- Το 15% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές του ανάγκες, εύρημα που καταδεικνύει πως υψηλό ποσοστό νοικοκυριών διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, και είναι αυξημένο σε σχέση με το ποσοστό της αντίστοιχης έρευνας του 2022 (11,9%).
- Πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (51,8%) δήλωσε πως χρειάζεται να κάνει περικοπές για να καλύψει τα αναγκαία.
- Από την άλλη μεριά, το 27,1% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα καταφέρνει χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, ενώ μόλις το 6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι ζει άνετα.
- Σε εισοδηματική επισφάλεια συνεχίζει να βρίσκεται ένα υψηλό ποσοστό νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, στο ενδεχόμενο ενός έκτακτου αλλά απολύτως αναγκαίου εξόδου της τάξης των 500 €, το 18,1% δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει, ενώ το 41,6% θα κάλυπτε αυτήν τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία.
Υποχρεώσεις νοικοκυριών
- Υψηλότερο σε σχέση με την έρευνα του 2022 είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωσε ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο.
- Συγκεκριμένα, το 21,7% δήλωσε πως το ίδιο ή κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, έναντι 20,9% που ήταν το 2022 και 16,8% που ήταν στην έρευνα του 2021. Το προαναφερόμενο ποσοστό (21,7%) επιμερίζεται σε 11,5% του οποίου οι ληξιπρόθεσμες οφειλές δεν έχουν ρυθμιστεί (9,9% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021), και σε 10,2% του οποίου οι οφειλές είναι ρυθμισμένες (11% το αντίστοιχο ποσοστό το 2021).
- Το 9,6% των νοικοκυριών (7,9% το 2022) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ το 8,2% των νοικοκυριών δήλωσε πως δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις προαναφερόμενες τραπεζικές υποχρεώσεις το 2024.
- Πάνω από 8 στα 10 νοικοκυριά (81,1%) διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι έναντι 18,2% που πληρώνει ενοίκιο.
- Από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι το 22,6% έχει ενεργό στεγαστικό δάνειο. Από τα νοικοκυριά αυτά το 20% (18,7% το αντίστοιχο ποσοστό στην έρευνα του 2022) καταβάλλει τις δόσεις του δανείου συχνά με κάποια καθυστέρηση, ενώ το 10% (8,5% το αντίστοιχο ποσοστό στην έρευνα του 2022) έχει καθυστερημένες οφειλές για πάνω από 3 μήνες.
- Επιδεινωμένη είναι η εικόνα σε σχέση με την έρευνα του 2022 και ως προς τις εκτιμήσεις των νοικοκυριών αναφορικά με τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανειακών τους υποχρεώσεων το 2024. Συγκεκριμένα, από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι και έχουν στεγαστικό δάνειο, το 9% (8,6% το 2022) δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις, ενώ το 13,3% (12,9% το 2022) δήλωσε πως μάλλον δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις.
- Αυξημένος σε σχέση με το 2022 είναι ο φόβος των νοικοκυριών ότι μπορεί να απωλέσουν το σπίτι τους λόγω οφειλών. Ειδικότερα, το 15,3% (14,4% και 11,3% τα ποσοστά των ερευνών του 2022 και 2021, αντίστοιχα) των νοικοκυριών εξέφρασε τον φόβο απώλειας του ακινήτου λόγω αδυναμίας πληρωμής των υποχρεώσεων προς τις τράπεζες ή το Δημόσιο.
- Τέλος, το 5,6% των νοικοκυριών δήλωσε πως το 2023 υπέστη δέσμευση ή κατάσχεση λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων λόγω οφειλών, ποσοστό σημαντικά μεγαλύτερο σε σχέση με το 2022 (3,8%) και πολλαπλάσιο σε σχέση με το 2021 που ήταν 0,8%.
Καταναλωτικές τάσεις και δαπάνες
- Σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά (49,6%) περιόρισε τις δαπάνες τους για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κλπ). Το 49% ξόδεψε λιγότερα για ταξίδια, το 41,5% περιόρισε τις δαπάνες του για ένδυση-υπόδηση και το 38,9% δαπάνησε λιγότερα για οικιακά είδη-έπιπλα-ηλεκτρικές συσκευές.
- Από την άλλη μεριά καταγράφεται εκτίναξη του ποσοστού των νοικοκυριών που αύξησε τις δαπάνες του για την κάλυψη βασικών αναγκών. Συγκεκριμένα, το 73,6% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για είδη διατροφής, το 71,5% για λογαριασμούς σπιτιού, το 57,2% για θέρμανση, το 49,4% για μετακινήσεις και το 45,2% για υγεία και φάρμακα.
- Επιδεινούμενοι σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές και σημαντικά υψηλοί παραμένουν οι δείκτες που αφορούν στην καθυστέρηση κάλυψης κάποιας βασικής ανάγκης, εξ αιτίας οικονομικής αδυναμίας. Ειδικότερα, σχεδόν 4 στα 10 (39,7%) νοικοκυριά καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα, πάνω από 1 στα 4 νοικοκυριά (26,2%) καθυστερεί να πληρώσει το ηλεκτρικό ρεύμα, το 21,8% καθυστερεί την πληρωμή λογαριασμών θέρμανσης και το 10% την πληρωμή φροντιστηρίου/παιδικού σταθμού κ.λπ..
Προσδοκίες για το 2024
- Αρνητικές είναι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το 2024. Μάλιστα, μετά τις έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια των μνημονίων είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που η πλειονότητα των νοικοκυριών εκτιμά ότι το επόμενο έτος θα επιδεινωθεί η οικονομική του κατάσταση.
- Συγκεκριμένα, πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (53,7%) εκτιμά ότι το 2024 θα χειροτερέψει η οικονομική του κατάσταση, έναντι μόλις 15,5% που εκτιμά ότι θα βελτιωθεί και 28,2% που εκτιμά ότι θα παραμείνει η ίδια.
Eπιπτώσεις και μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας
- Οι αυξήσεις των τιμών στα είδη διατροφής είναι εκείνες που έχουν επηρεάσει περισσότερο την οικονομική κατάσταση της συντριπτικής πλειονότητας των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, πάνω από 7 στα 10 νοικοκυριά (72,7%) δήλωσαν ότι οι αυξήσεις των τιμών στα τρόφιμα τα επηρέασαν περισσότερο σε βαθμό να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για άλλες ανάγκες.
- Ως καταλληλότερα μέτρα για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της ακρίβειας το 66,6% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η αύξηση μισθών και συντάξεων, το 51,3% τον έλεγχο των τιμών/αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας και το 47,2% την μείωση των φόρων και τελών.
- Το καλάθι του νοικοκυριού το θεωρεί κατάλληλο μέτρο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας μόλις το 2,9% των νοικοκυριών, ενώ χαμηλά βρίσκονται και οι έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις (8,4%).
- Τέλος, ιδιαιτέρως αρνητικά αξιολόγησαν τα νοικοκυριά κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.
- Συγκεκριμένα, 8 στα 10 νοικοκυριά αξιολόγησαν τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας ως ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή, έναντι μόλις το 15,8% που τα αξιολόγησε ως μάλλον επαρκή ή επαρκή.