Η γερμανική οικονομία θα παραμείνει αδύναμη τα επόμενα χρόνια εκτιμά ο Ντάνιελ Γκρος, διευθυντής του Ινστιτούτου για τη χάραξη ευρωπαϊκής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Bocconi και πρώην διευθυντής της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης CEPS στις Βρυξέλλες. Ο γερμανός οικονομολόγος αποδίδει την επιβράδυνση της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας αφενός στη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και αφετέρου στη μείωση της ζήτησης από την κινεζική αγορά. Απορρίπτει, όμως, τη θέση ότι η Γερμανία εξελίσσεται και πάλι στον «μεγάλο ασθενή» της ΕΕ.
«Η Γερμανία δεν είναι ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης. Εισέρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία τα μακροπρόθεσμα τρωτά της σημεία γίνονται εμφανή. Τα προηγούμενα χρόνια μπορούμε να πούμε ότι η Γερμανία ήταν τυχερή, χάρη σε δύο παράγοντες, που συνέβαλαν στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης. Ο πρώτος ήταν η αγορά εργασίας, η οποία απορρόφησε μεγάλο αριθμό μεταναστών, τους ενέταξε σταδιακά στην εργασία και την παραγωγική διαδικασία. Ο δεύτερος λόγος αφορά την Κίνα, η οποία παρείχε μια σημαντική αγορά για την παραγωγή της Γερμανίας, για τα γερμανικά αυτοκίνητα και τα μηχανήματα, ενισχύοντας τις γερμανικές εξαγωγές και κατά συνέπεια τις επιχειρήσεις» υποστηρίζει ο Γκρος.
«Σήμερα οι δύο αυτοί παράγοντες δεν υφίστανται και η Γερμανία βλέπει να υποχωρεί ο υποκείμενος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητάς της, ο οποίος δεν ήταν ούτως ή άλλως ποτέ αρκετά υψηλός. Ομως δεν έδινε κανείς σημασία διότι το όχι και τόσο υψηλό επίπεδό του αντισταθμιζόταν από τη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού, η οποία όμως αποτελεί ένα τρωτό σημείο αν έχεις έναν πληθυσμό που είναι στάσιμος. Παράλληλα, καθώς η κινεζική οικονομία 4πιβραδύνεται, μειώνεται η ζήτηση από την Κίνα για αυτοκίνητα και μηχανήματα, ενώ την ίδια ώρα οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες, έχοντας βελτιωθεί και καλύψει τη διαφορά σε σύγκριση με τη γερμανική παραγωγή, αποτελούν τώρα σοβαρό ανταγωνισμό» επισημαίνει.
Συρρίκνωση. Κατά τον Γκρος, ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας είναι περίπου κοντά στο 1%. Κατά την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) η Γερμανία είναι η μόνη μεγάλη παγκόσμια οικονομία που θα συρρικνωθεί φέτος, ενώ ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι η Γερμανία θα μπορούσε να υποστεί τεράστιο πλήγμα από μια «επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας» λόγω της αποδυνάμωσης του εμπορίου και των υψηλότερων επιτοκίων παγκοσμίως. Κατά τις πιο πρόσφατες (φθινοπωρινές) προβλέψεις της Κομισιόν η Γερμανία θα αναπτυχθεί κατά 0,8% το 2024 και 1,2% το 2025.
«Πώς δεν μπόρεσε η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία να εκσυγχρονιστεί, δίνοντας ευκαιρία στην κινεζική να βελτιωθεί;» ρωτάμε τον Γκρος. «Καθώς η Γερμανία ήταν ισχυρή στα αυτοκίνητα και ιδίως στα ντίζελ οχήματα δεν θεώρησε αναγκαίο να επενδύσει σε μπαταρίες. Πρόκειται για μια τάση που ονομάζεται τεχνικά «εξάρτηση διαδρομής». Οταν είσαι καλός σε κάτι επιμένεις σε αυτό, ακόμη και όταν αρχίζει να διαφαίνεται ότι δεν θα είναι το μέλλον» απαντά. Τι μπορεί να γίνει με δεδομένη επίσης την ανάγκη «πράσινου εκσυγχρονισμού»; «Δεν υπάρχουν πολλές δυνατότητες παρέμβασης για την αυτοκινητοβιομηχανία από την πλευρά της κυβέρνησης» λέει, απηχώντας την απόφαση του περασμένου Νοεμβρίου του ομοσπονδιακού δικαστηρίου, που χαρακτήρισε αντισυνταγματική την πρόθεση της γερμανικής κυβέρνησης να μεταφέρει στο «Ταμείο για το Κλίμα και τον Μετασχηματισμό» 60 δισ. ευρώ (είχαν μείνει στο ταμείο έκτακτης ανάγκης για τον COVID), που στόχευε στην επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης της χώρας και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας.
Εργασία. Αλλά ούτε στον παράγοντα αγορά εργασίας φαίνεται ότι υπάρχει θετικότερη προοπτική άμεσα. «Η κυβέρνηση δεν μπορεί να αλλάξει τον πληθυσμό. Κάνει λίγο ευκολότερο το να έρθουν ξένοι για εργασία στην Γερμανία, αλλά δεν φαίνεται να αλλάζει πολύ η κατάσταση, διότι οι περισσότεροι μετανάστες που έρχονται δεν διαθέτουν τις απαραίτητες δεξιότητες για να ενταχθούν στη παραγωγική διαδικασία σύγχρονων εργοστασίων» εκτιμά, ενώ θεωρεί επίσης ότι το νέο πλαίσιο της Κομισιόν που στοχεύει στο να διευκολύνει την είσοδο στην εργασία μεταναστών «θα έχει μικρό αντίκτυπο στη γερμανική αγορά εργασίας. Οι καλύτεροι και εξυπνότεροι δεν έρχονται στη Γερμανία, προτιμούν τις αγγλοσαξονικές χώρες. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι κλειστά συστήματα. Οι χώρες και οι κοινωνίες πρέπει να κατανοήσουν ότι έχουν γίνει χώρες μεταναστών, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν δέχονται αυτή την ιδέα, δεν τους αρέσει».
Εμφανίζεται, πάντως, αισιόδοξος για τη βιομηχανία. «Μέχρι σήμερα η γερμανική βιομηχανία κατάφερνε να προσαρμοστεί στον εξωτερικό ανταγωνισμό. Αυτό θα κάνει πάλι, αρκεί να μην υπάρχουν μέτρα προστατευτισμού. Αλλωστε ο εμπορικός προστατευτισμός είναι ένα ευρωπαϊκό ζήτημα. Η γερμανική βιομηχανία πρέπει να εκτεθεί στον διεθνή ανταγωνισμό για να εκσυγχρονιστεί. Είναι ο μόνος τρόπος επιβίωσής της και θα το κάνει. Δεν αποτελεί πηγή ανησυχίας. Η ανησυχία μου είναι ότι η κυβέρνηση, κυρίως στο τοπικό επίπεδο, δεν εκσυγχρονίζεται, και μπορεί να έχεις ανταγωνιστική διεθνώς βιομηχανία, αλλά αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ. Αν η υπόλοιπη οικονομία δεν είναι αποδοτική είναι δύσκολο η χώρα να ανταγωνιστεί διεθνώς».
Ερευνα. Τον ρωτάμε για την έρευνα που έχει ξεκινήσει η Κομισιόν σε σχέση με τις επιδοτήσεις της Κίνας προς τις αυτοκινητοβιομηχανίες της, οι οποίες μπορούν έτσι να διαθέτουν «φθηνότερα» ηλεκτρικά αυτοκίνητα στην Ευρώπη. «Η γερμανική βιομηχανία δεν ζήτησε την έρευνα, η Κομισιόν την αποφάσισε κυρίως για να προστατεύσει τις γαλλικές αυτοκινητοβιομηχανίες, που είναι ακόμη πιο εκτεθειμένες στον κινεζικό ανταγωνισμό. Οι γερμανικές στον τομέα των πολυτελών αυτοκινήτων παραμένουν ακόμη ισχυρές. Η έρευνα είναι καλή για την ευρωπαϊκή και γερμανική βιομηχανία, αλλά δεν τη ζήτησε η γερμανική βιομηχανία» ξεκαθαρίζει.
Τον ρωτάμε επίσης για τον αντίκτυπο της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα. «Τα προβλήματα στην Ερυθρά Θάλασσα είναι προσωρινά. Γενικά, εκτιμώ ότι η γερμανική οικονομία θα παραμείνει αδύναμη για τα επόμενα χρόνια και έπειτα εφόσον υπάρξει προσαρμογή θα μπορέσει να ανταγωνιστεί στη διεθνή αγορά. Τα προβλήματα δεν θα αντιμετωπιστούν άμεσα, χρειάζονται χρόνο. Ομως, όταν και αφού η βιομηχανία προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις, και τότε το βασικό ερώτημα θα είναι αν η κυβέρνηση, όχι η ομοσπονδιακή στο Βερολίνο, αλλά οι περιφερειακές και τοπικές κυβερνήσεις, αν μπορούν να προσαρμοστούν και να γίνουν πιο αποδοτικές» καταλήγει.