Με την οικονομία να αναπτύσσεται για τρίτο συνεχόμενο έτος, μετά τη «βουτιά» του ΑΕΠ που προκάλεσε η πανδημία το 2020, οι εργαζόμενοι σχεδόν όλων των τομέων της οικονομίας αναμένεται να δουν μικρότερες ή μεγαλύτερες αυξήσεις στους μισθούς τους.
Τα μεγαλύτερα ποσοστά αυξήσεων, που σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ξεπερνούν το 30%, καταγράφονται σε τομείς όπου επικρατούν χαμηλοί μισθοί, όμως σημαντικές αυξήσεις αναμένεται να δούμε και στα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια, ιδίως στους τομείς που θεωρούνται «κλειδιά» για την ανάπτυξη: τεχνολογία, τουρισμός, ενέργεια, κατασκευές.
Ηδη αρκετές επιχειρήσεις όπως σουπερμάρκετ και μεγάλα καταστήματα λιανικής έχουν επιλέξει να ανεβάσουν σημαντικά τους μισθούς τους, με τον πρώτο μισθό για θέση χαμηλής εξειδίκευσης να έχει ανέβει στα 900-1.000 ευρώ, ενώ δεν ξεπερνούσε τα 800 ευρώ κατά το προηγούμενο διάστημα.
Στον τουρισμό και την εστίαση οι μισθοί έχουν ανέβει σημαντικά χάρη και στην υπογραφή συλλογικών συμβάσεων για τους εργαζομένους του τομέα που προέβλεπαν μια πρώτη αύξηση 5,5% την 1/1/2023 και επιπλέον 5% από την 1/1/2024, φτάνοντας τα 877 έως 956 ευρώ στους χαμηλότερους ιεραρχικά ρόλους. Η συνολική αύξηση που επιφέρει στους βασικούς μισθούς η εν λόγω συλλογική σύμβαση υπολογίζεται στο 30%.
Ομως, σύμφωνα με στοιχεία της Randstad Hellas για τις τάσεις της αγοράς εργασίας το 2023, στον τομέα του τουρισμού και των ξενοδοχείων οι μισθοί ξεκινούν ήδη στα 1.100 ευρώ (μεικτά) για τη χαμηλότερη στην ιεραρχία θέση, σημειώνοντας αύξηση ύψους 46% από το 2022, όταν αντίστοιχη θέση πλήρωνε μόλις 750 ευρώ μηνιαίως.
Συλλογικές συμβάσεις
«Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν μόλις το 24% των εργαζομένων στην Ελλάδα, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη το ποσοστό αυτό φτάνει το 80%» τονίζει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος. «Πρέπει οι αυξήσεις στα κέρδη να περάσουν στους εργαζομένους και για αυτό απαιτούμε συλλογικές συμβάσεις εργασίας».
Εντούτοις, σχεδόν σε όλους τους τομείς της οικονομίας αναμένονται αυξήσεις το 2024, καθώς η ζήτηση για εργαζομένους παραμένει υψηλή, με την πλειονότητα των εργοδοτών να δηλώνει πως αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες στην εξεύρεση ταλέντων. Ενδεικτικά, στα σουπερμάρκετ οι ελλείψεις υπολογίζονται περί τις 8.000-10.000.
Σύμφωνα με την Ερευνα Ελλειψης Ταλέντου του ομίλου ManpowerGroup για το 1ο τρίμηνο του 2024, το 82% των εργοδοτών δηλώνουν πως δυσκολεύονται να βρουν ταλέντα (το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 77% για το 2023). Σημειώνεται πως στην έρευνα της Randstad για το 2023, οι εργοδότες δήλωναν σε ποσοστό 56% πως η αύξηση μισθού θα μπορούσε να λύσει αυτό το πρόβλημα.
Προοπτικές απασχόλησης
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών αναμένεται να καταγραφούν σε συγκεκριμένους τομείς που έχουν μεγάλη ζήτηση, όπως είναι οι υπηρεσίες επικοινωνίας, όπου η πρόθεση προσλήψεων σημειώνει αύξηση 33% το 1ο τρίμηνο του 2024. Οι συνολικές προοπτικές απασχόλησης στη χώρα μας είναι αυξημένες κατά 12% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Εξάλλου, το «ξεπάγωμα» των τριετιών και η αναμενόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού τον Απρίλιο αναμένεται να ασκήσουν ανοδικές πιέσεις στο σύνολο των μισθών.
Το συνολικό ύψος των μισθών έχει σημειώσει σημαντική άνοδο τα τελευταία χρόνια, με την αύξηση να καταγράφεται στο 6,1% για το πρώτο τρίμηνο του 2023 και στο 4,8% για το δεύτερο τρίμηνο του περσινού έτους, σε σχέση με τα αντίστοιχα τρίμηνα του 2022, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Με τη σειρά του, το συνολικό μισθολογικό κόστος του 2022 ήταν κατά 5,5% μεγαλύτερο από αυτό του 2021.
Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς κάποια χρόνια πιο πίσω, γίνεται σαφές ότι η χώρα μας έχασε σημαντικό έδαφος κατά τα χρόνια των μνημονίων, καθώς ο μέσος μισθός βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά του 2009. Συγκεκριμένα, ο μέσος μισθός διαμορφώνεται σήμερα στα 1.250 ευρώ από 1.379 ευρώ το 2009. Την ίδια στιγμή, ο κατώτατος μισθός έχει σημειώσει μια μικρή άνοδο (στα 780 ευρώ σήμερα από 701 το 2009) και αναμένεται να φτάσει τα 980 ευρώ το 2027.
Ο στόχος που έχει θέσει η κυβέρνηση για μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ το 2027 φαντάζει ακόμα μακρινός, αλλά όχι και μη ρεαλιστικός. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη το γεγονός πως αναμένεται μέχρι τότε να επενδυθούν περίπου 90 δισεκατομμύρια ευρώ στην ελληνική οικονομία, η επίτευξή του μοιάζει πιο πιθανή.