Με χαρτί και μολύβι ή με την υπολογιστική μηχανή στο χέρι πρέπει να κινούνται οι καταναλωτές όχι μόνο γιατί τα μέτρα στήριξης καταργούνται αλλά γιατίη ακρίβεια σχεδόν «τσιμεντώθηκε» και οι τιμές δύσκολα να επιστρέψουν τέσσερα χρόνια πίσω όταν στην οικονομία υπήρχε αποπληθωρισμός.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει το μέτρο της κλιμακωτής επιδότησης μέρους του κόστους ηλεκτρικού ρεύματος από την 1η Νοεμβρίου 2024 και το μέτρο του μηδενικού συντελεστή ΦΠΑ σε μια σειρά από βασικά αγαθά (ψωμί, γάλα, αυγά, καφές, ζάχαρη, κρέατα νωπά ή κατεψυγμένα, λαχανικά νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη, παιδικές τροφές, παιδικές πάνες) την 1η Οκτωβρίου 2024.
Πόσο αυξήθηκαν -σωρευτικά- οι τιμές σε βασικά προϊόντα τα τελευταία τέσσερα χρόνια, είναι ένα καίριο ερώτημα που απασχολεί χιλιάδες καταναλωτές, οι οποίοι κατά κοινή ομολογία όλων των παραγόντων του εμπορίου αγοράζουν με επιφυλακτικότητα ακόμη και τα απαραίτητα. Αν και τους τελευταίους μήνες η ένταση των ανατιμήσεων δεν είναι αντίστοιχη με εκείνη του προηγούμενου έτους, στην παρούσα φάση, θα πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι κάθε επιπλέον ανατίμηση που γίνεται, όσο μικρή κι αν είναι αυτή, έρχεται να προστεθεί στις προηγούμενες, με αποτέλεσμα η συνολική επιβάρυνση να είναι μεγάλη.
Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή τον Αύγουστο 2024 αυξήθηκε κατά 2,2% σε σχέση με τον Αύγουστο του 2023, ενώ τον Αύγουστο του 2020 ήταν στο -2,9%. Ο «Φιλελεύθερος», αξιοποιώντας τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, έκανε τη σύγκριση μεταξύ Αυγούστου 2020 και Αυγούστου 2024 και προκύπτει ότι οι ανατιμήσεις κατά την τετραετία είναι πολύ σοβαρές και έχουν ενσωματωθεί για τα καλά στις τιμές των πλείστων προϊόντων, τα οποία παραμένουν πανάκριβα, ανεξαρτήτως της σημαντικής μείωσης του ρυθμού αύξησης των τιμών, όπως δείχνει το επίπεδο σήμερα του πληθωρισμού.
Αν συγκριθεί, λοιπόν, ο δείκτης τιμών καταναλωτή του Αύγουστο του 2024 με τον Αύγουστο του 2020, το αποτέλεσμα δείχνει ότι ο μέσος όρος της ανόδου των τιμών κατά την τετραετία ήταν 19,2%, ενώ -ακόμα χειρότερα- ο δείκτης τιμών των τροφίμων αυξήθηκε κατά 25,7%!
Αν συγκριθεί, λοιπόν, ο δείκτης τιμών καταναλωτή του Αύγουστο του 2024 με τον Αύγουστο του 2020, το αποτέλεσμα δείχνει ότι ο μέσος όρος της ανόδου των τιμών κατά την τετραετία ήταν 19,2%, ενώ -ακόμα χειρότερα- ο δείκτης τιμών των τροφίμων αυξήθηκε κατά 25,7%!
Σοκ από τις αυξήσεις
Η τιμή του ελαιολάδου στα ράφια των υπεραγορών έχει χτυπήσει κόκκινο και από τον Αύγουστο του ’20 έως τον Αύγουστο του ’24 αυξήθηκε κατά 97%. Αυτή όμως δεν είναι η μεγαλύτερη άνοδος σε είδη διατροφής. Η μεγάλη έκπληξη στις αυξήσεις τιμών την τετραετία έρχεται από τις πατάτες, με την τιμή τους να σημειώνει άνοδο σωρευτικά 190% ενώ οι τιμές των λαχανικών σημείωσαν άνοδο 62,1%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, την τετραετία, η τιμή του βοδινού και του μοσχαρίσιου κρέατος αυξήθηκε 28%, του αρνίσιου και κατσικίσιου κρέατος κατά 54,2%, του χοιρινού 28,2%, ενώ στα πουλερικά η αύξηση ήταν μικρότερη, «μόνο» 10,6%.
Ο πληθωρισμός επηρεάζει και την τιμή του ψωμιού, ένα από τα βασικότερα προϊόντα διατροφής, με την αύξηση να φθάνει το 19,3% στην τετραετία, του ρυζιού κατά 33,2% ενώ οι τιμές στα προϊόντα φούρνου και ζαχαροπλαστείου κατέγραψαν άνοδο 21,3%. Από την ακρίβεια… δεν γλίτωσαν ούτε τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Η τιμή για το φρέσκο γάλα ολόπαχο αυξήθηκε κατά μέσο όρο 12,4% την τετραετία, το γάλα με χαμηλά λιπαρά 11,1%, το διατηρημένο γάλα 28,5%, το γιαούρτι 10,3%, το τυρί 17,2% και τα αυγά 33,8%. Οι τιμές των ψαριών αυξήθηκαν 14,5%, των φρέσκων ψαριών 22,5% και των κατεψυγμένων θαλασσινών 10,9%.
Οι τιμές στα έτοιμα γεύματα αυξήθηκαν 15,8% σε τέσσερα χρόνια, η τιμή του καφέ πήρε πάνω 22,4%, οι ανατιμήσεις στα μεταλλικά νερά, αναψυκτικά και χυμοί είναι 30,4%. Η τιμή του κρασιού αυξήθηκε 8,5% στην τετραετία, της μπύρας 16,1%, του καπνού 5,4% και των τσιγάρων 3,5%.
Πέρα όμως από την διατροφή υπάρχουν και άλλες υπηρεσίες, οι τιμές των οποίων πήραν «φωτιά» σε τέσσερα χρόνια. Για παράδειγμα η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκε 108,9% (η κλιμακωτή επιδότηση θα σταματήσει από 1η Νοεμβρίου 2024), του υγραερίου (φιάλη) 59,5%, του πετρελαίου 39%, της βενζίνης 38%.
Πηγή: philenews.com