Μπορεί η Μέση Ανατολή να αποτελεί πηγή προβλημάτων για τις ΗΠΑ εδώ και πολλά χρόνια, πλέον όμως θα μπορούσε να γίνει η “γη των ευκαιριών” για τον Ντόναλντ Τραμπ. Στην πρώτη του θητεία ως πρόεδρος, ο Τραμπ μεσολάβησε για τη σύναψη διπλωματικών συμφωνιών μεταξύ του Ισραήλ και αρκετών αραβικών κρατών.
Σήμερα τα δεδομένα είναι διαφορετικά, καθώς θα βρει μια περιοχή στην οποία οι στρατιωτικές επιτυχίες του Ισραήλ έχουν αλλάξει δραματικά την ισορροπία. Η εν λόγω συνθήκη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια τολμηρή κίνηση που θα περιόριζε το Ιράν και το πυρηνικό του πρόγραμμα – εφόσον βέβαια ο νέος πρόεδρος αποφύγει την εμπλοκή σε μια κατάσταση γενικευμένου χάους στη Μέση Ανατολή.
Η κατάσταση στην περιοχή έχει αλλάξει άρδην σε σχέση με πέρυσι, όταν το Ισραήλ έμοιαζε εξαιρετικά ευάλωτο και το Ιράν με τους συμμάχους του έδειχναν να υπερισχύουν. Μπορεί οι ισραηλινές δυνάμεις να μην έχουν καταφέρει να εξαλείψουν την Χαμάς από τη Γάζα, έχουν όμως καταστρέψει μεγάλος μέρος των στρατιωτικών της δυνατοτήτων. Αντίστοιχα στον Λίβανο, η Χεζμπολάχ μπορεί ακόμα να εκτοξεύει ρουκέτες και να διεξάγει ενέδρες, αλλά η ηγεσία της και οι δυνατότητες για επιχειρήσεις μεγάλης εμβέλειας έχουν πληγεί σοβαρά από τις επιθέσεις του Ισραήλ.
Με τη βοήθεια των ΗΠΑ, το Ισραήλ απέκρουσε ιρανικές επιθέσεις με πυραύλους και drones τον Απρίλιο και τον Οκτώβριο, ενώ μετά την τελευταία επίθεση προχώρησε σε στοχευμένα αντίποινα. Με τους συμμάχους του να έχουν πληγεί, τις αεράμυνες του αποδυναμωμένες και το πυραυλικό του οπλοστάσιο υποβαθμισμένο, το Ιράν βρίσκεται πιο εκτεθειμένο από κάθε άλλη φορά εδώ και δεκαετίες.
Ο απερχόμενος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Ναι μεν παρότρυνε συχνά το Ισραήλ να δείχνει αυτοσυγκράτηση και η σχέση του με τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου κρίνεται ως και τεταμένη, ωστόσο συνέχισε να παράσχει όπλα, διπλωματική βοήθεια και τον απαραίτητο χρόνο ώστε να σχεδιαστεί η κατάλληλη αντεπίθεση. Η άποψη ότι το Ισραήλ υπερασπίζεται μόνο του τον εαυτό του είναι ένας μύθος: οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν συμμετάσχει αρκετές φορές ενεργά σε πολεμικές επιχειρήσεις, καταρρίπτοντας drones και πυραύλους. Από την εισβολή της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, οι σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ είναι ταυτόχρονα βαθιά δυσλειτουργικές και καταστροφικά αποτελεσματικές. Πώς θα διαχειριστεί ο Τραμπ αυτή την κληρονομιά;
Αρχικά, καταγράφεται ως θετικό το γεγονός ότι έχει “συγχωρήσει” τον Νετανιάχου για την αναγνώριση της νίκης του Μπάιντεν το 2020. Επίσης, σίγουρα θαυμάζει τις πρόσφατες επιδείξεις δύναμης του Ισραήλ. Αυτό δημιουργεί μια ευκαιρία για αναδιάταξη στην περιοχή μέσω έντασης της πίεσης προς το καθεστώς του Ιράν – ειδικά μετά τις πρόσφατες αναφορές περί ιρανικών προσπαθειών δολοφονίας του νεοεκλεγέντος προέδρου.
Ο Τραμπ πιθανότατα θα επιχειρήσει να εφαρμόσει την πολιτική της “μέγιστης πίεσης” έως ότου στερέψουν οι πόροι του Ιράν. Ταυτόχρονα, ενδέχεται να αναλάβει πιο αυστηρή στρατιωτική δράση κατά των Χούθι της Υεμένης, που εξακολουθούν να προκαλούν χάος στη ναυσιπλοΐα της Ερυθράς Θάλασσας.
Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν επίσης -μαζί με το Ισραήλ- να αλλάξουν προσέγγιση και στο θέμα των συμμάχων του Ιράν και αντί να παρέχουν στρατηγική ασυλία στην Τεχεράνη για τις επιθέσεις των “πληρεξουσίων”, να την θεωρήσουν άμεσα υπεύθυνη για αυτές και να αντιδράσουν αναλόγως (ένα προηγούμενο που έθεσε ο Τραμπ σκοτώνοντας τον στρατηγό Κασέμ Σολεϊμανί το 2020). Ακόμα, δε μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο παροχής επιπλέον στρατιωτικής βοήθειας και πληροφοριών σχετικών με μια επίθεση στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, εκτός αν η Τεχεράνη αποδεχθεί μια πιο σκληρή πυρηνική συμφωνία από εκείνη που είχε “εγκαταλείψει” ο Τραμπ το 2018.
Τέλος, αναμένεται ότι ο Τραμπ θα υιοθετήσει την προσπάθεια του Μπάιντεν για μια μεγάλη περιφερειακή συμφωνία – διπλωματική εξομάλυνση μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, σε συνδυασμό με ενισχυμένους αμυντικούς και τεχνολογικούς δεσμούς των ΗΠΑ με τους Σαουδάραβες – η οποία θα εδραιώσει τη συμμαχία κατά του Ιράν.
Ο πειρασμός να γίνουν αυτές οι κινήσεις είναι μεγάλος. Θα ήταν μεγάλη επιτυχία για το νέο καθεστώς να κατορθώσει να αντιστρέψει την επέκταση της ιρανικής επιρροής που λαμβάνει χώρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες και να αποτρέψει την Τεχεράνη από το να αποκτήσει τα πιο επικίνδυνα όπλα στον κόσμο. Επιπλέον, δεδομένης της ισχυροποίησης των δεσμών ανάμεσα σε Ιράν, Κίνα, Ρωσία και Βόρεια Κορέα, η αποδυνάμωση της ισλαμικής δημοκρατίας θα αποτελούσε πανίσχυρο πλήγμα για αυτόν τον ευρύτερο αυταρχικό συνασπισμό.
Παρ’ όλα αυτά, όπως συμβαίνει πάντα στη Μέση Ανατολή, δεν πρέπει να υποτιμάμε τις επιπλοκές.
Πρώτον, ο Τραμπ πρέπει να καθορίσει τι ακριβώς επιδιώκει. Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας, δεν αποφάσισε ποτέ αν ο στόχος ήταν να αλλάξει η πολιτική του Ιράν ή να αλλάξει το ίδιο το ιρανικό καθεστώς. Δεδομένης της αδυναμίας της Τεχεράνης, το πρώτο ενδεχόμενο μπορεί τώρα να είναι εφικτό. Το δεύτερο, πιθανότατα, δεν είναι.
Δεύτερον, ο Τραμπ πρέπει να κερδίσει την υποστήριξη των αμφιταλαντευόμενων κρατών του Κόλπου. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα απεχθάνονται το Ιράν, αλλά φοβούνται μια σύγκρουση στην περιοχή τους. Ο Τραμπ θα πρέπει να αποδείξει ότι οι ΗΠΑ δεν θα τους εγκαταλείψουν απλώς όταν οι εντάσεις κλιμακωθούν, όπως έκανε όταν το Ιράν επιτέθηκε στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας το 2019.
Τρίτον, η Ουάσινγκτον πρέπει να λάβει υπόψη τις αγορές πετρελαίου. Κλιμακώνοντας την πίεση προς το Ιράν, αυτομάτως θα απομακρύνει από τις παγκόσμιες αγορές το μεγαλύτερο μέρος των 1,7 εκατομμυρίων βαρελιών που εξάγει ημερησίως. Αν ο Τραμπ δεν χαλαρώσει τις κυρώσεις εναντίον χωρών όπως η Ρωσία και η Βενεζουέλα, θα πρέπει να επεκτείνει την εγχώρια παραγωγή καθώς και να συνεργαστεί με τους Σαουδάραβες και την εφεδρική τους παραγωγική ικανότητα.
Τέταρτον, ο Τραμπ δεν μπορεί να αποφύγει την αντιμετώπιση της κατάστασης στη Γάζα. Η Σαουδική Αραβία δεν θα εξομαλύνει τις σχέσεις της με το Ισραήλ μέχρι να τερματιστεί ο πόλεμος εκεί (και, ίσως, μέχρι το Ισραήλ να κάνει έστω και μια κίνηση προς τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους). Ο Τραμπ μπορεί να ελπίζει ότι η ισχυρότερη υποστήριξη των ΗΠΑ θα τερματίσει τον πόλεμο με νίκη του Ισραήλ. Αν αυτό αποτύχει, οι φιλοδοξίες του για στήριξη προς το Ισραήλ από τη μία και συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία από την άλλη θα μπορούσαν να πέσουν στο κενό. Και αν η ισραηλινή κυβέρνηση προχωρήσει με ένα ακροδεξιό σχέδιο για επίσημη προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, το διπλωματικό κλίμα στην περιοχή θα επιδεινωθεί.
Τέλος, ο κίνδυνος κλιμάκωσης είναι υπαρκτός. Το Ιράν είναι αδύναμο αλλά όχι ανίσχυρο. Δεν θα παραμείνει παθητικό καθώς η Ουάσινγκτον συνθλίβει την οικονομία του και το Ισραήλ χτυπά τους συμμάχους του. Η Τεχεράνη θα μπορούσε να απαντήσει εκτοξεύοντας περισσότερους πυραύλους στο Ισραήλ, στοχεύοντας συμμάχους ή στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο, ή ίσως ακόμη και προσπαθώντας να επιταχύνει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Οποιαδήποτε από αυτές τις κινήσεις θα μπορούσε να πυροδοτήσει τον καταστροφικό πόλεμο που ο Τραμπ θέλει να αποφύγει.
Η Μέση Ανατολή έχει αλλάξει, αλλά παραμένει πάντα η Μέση Ανατολή – μια περιοχή δηλαδή όπου και τα πιο φιλόδοξα σχέδια μπορούν εύκολα να στραβώσουν.
BloombergOpinion
Πηγή: philenews.com