Παρά τις διαρκείς προτροπές και κινήσεις των Αρχών για την ενίσχυση της χρήσης πιστωτικών καρτών και ψηφιακών συστημάτων πληρωμής και αντίστοιχα τον τερματισμό των εγχρήματων συναλλαγών, τα στοιχεία καταγράφουν πως ο βασιλιάς που ακούει στο όνομα «μετρητά» είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει. Ομως, παρατηρείται και ένα παράδοξο, καθώς σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Τράπεζα της Ελλάδος, η Ελλάδα καταγράφει θεαματικούς ρυθμούς αύξησης των συναλλαγών με κάρτες και συνολικά των ηλεκτρονικών πληρωμών και μάλιστα από τους υψηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σύμφωνα με στοιχεία των ελληνικών τραπεζών, οι εγχρήματες συναλλαγές εντός των καταστημάτων έχουν μειωθεί πάνω από 50% σε σχέση με το 2019, υποχωρεί η χρήση των ΑΤΜ και το 97% των συναλλαγών πραγματοποιείται μέσω ηλεκτρονικών μέσων. Την ίδια ώρα, ωστόσο, αυξάνεται η ζήτηση για τραπεζογραμμάτια, όπως επίσης και η αξία της μέσης ανάληψης μετρητών από ΑΤΜ. Και όλα αυτά τη στιγμή που η κυβέρνηση έχει βάλει «φρένο» στις πληρωμές με μετρητά ύψους 500 ευρώ και άνω, θεσπίζοντας πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο του ποσού της συναλλαγής.
Προσέγγιση. Συνεπώς κυκλοφορούν μετρητά και γίνονται συναλλαγές χέρι με χέρι που ποτέ δεν εισήλθαν στο τραπεζικό σύστημα ή σε κάποιο σύστημα συναλλαγών για να καταμετρηθούν. Αλλά πώς μπορεί να υπολογιστεί το χρήμα που κυκλοφορεί στην αγορά; Το ακριβές ποσό δεν το ξέρουν ούτε οι κεντρικές τράπεζες σε καμία χώρα και αυτό οφείλεται σε καθαρά τεχνικούς λόγους. Ομως, υπάρχει μια προσέγγιση βάσει των χρημάτων που έχουν τυπωθεί, εκείνων που βρίσκονται στις τράπεζες, στα ΑΤΜ ή έχουν κατατεθεί στην ΕΚΤ (ή θα πρέπει να κατατεθούν ή που τα απαιτεί η ΕΚΤ). Σύμφωνα με την τελευταία συνοπτική κατάσταση της ΤτΕ, το συνολικό ποσό σε κυκλοφορία ήταν περίπου 35 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό θα πρέπει να αφαιρεθούν περίπου 25 δισ. ευρώ. Αυτό είναι το ποσό που «διορθώνει» τον υπολογισμό, βάσει της κλείδας της χώρας μας που προκύπτει από την κατανομή των τραπεζογραμματίων εντός του ευρωσυστήματος. Μετά προσθέτουμε σχεδόν 1 δισ. που είναι οι απαιτήσεις από τη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων στην ΕΚΤ. Ετσι, προκύπτει η εκτίμηση για συνολική κυκλοφορία τραπεζογραμματίων στην Ελλάδα ύψους 11 δισ. ευρώ.
«Μπρα ντε φερ». Ενδεικτικά για το «μπρα ντε φερ» μεταξύ κάρτας και μετρητών είναι τα στοιχεία πληρωμών της ΕΚΤ, όπου το μερίδιο του πλαστικού χρήματος ξεπέρασε το 33% με βάση τον αριθμό των συναλλαγών και το 43% όσον αφορά την αξία τους. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, τα υψηλότερα μερίδια ως προς τον αριθμό των πληρωμών αυτών παρατηρήθηκαν στη Μάλτα (77%), τη Σλοβενία (73%), την Αυστρία (70%) και την Ιταλία (69%) και ως προς την αξία των πληρωμών στη Μάλτα (65%), τη Λιθουανία (61%) και τη Σλοβενία (59%). Στην Ελλάδα, η χρήση μετρητών πριν από την πανδημία υπολογιζόταν στο 80% των συναλλαγών. Το ποσοστό έπεσε στα χρόνια της πανδημίας στο 60%-65% και σήμερα εκτιμάται μεταξύ τουλάχιστον 50%-60% (εξαρτάται από τον τρόπο υπολογισμού). Για παράδειγμα, υπάρχουν ποιοτικές έρευνες αγοράς, υπάρχει ένας δείκτης ποσοστού αναλήψεων από ΑΤΜ προς το σύνολο των ηλεκτρονικών συναλλαγών κ.ά. Τα μετρητά εξακολουθούν να έχουν την τιμητική τους και σε άλλες χώρες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Γερμανία, όπου το ποσοστό χρήσης μετρητών κινείται στο 60% των συνολικών συναλλαγών. Κάτι αντίστοιχο ισχύει στην Αυστρία. Στον αντίποδα, στη Σουηδία, μόλις το 1% των εμπορικών συναλλαγών ολοκληρώνεται με μετρητά. Αυτό επιτεύχθηκε χάρη σε πολιτικές που δίνουν κίνητρα για τη χρήση καρτών και ψηφιακών πληρωμών, σε συνδυασμό αυστηρής εποπτείας στη χρήση των μηχανημάτων POS, αλλά και στη γενικότερη στάση των Σκανδιναβών που δείχνουν προτίμηση στις ηλεκτρονικές πληρωμές για χάρη ευκολίας και ασφάλειας. Στην Ολλανδία το ποσοστό των μετρητών φτάνει στο 11% των συναλλαγών.