Saturday, November 23, 2024
Home » Ο πιο μισητός τύπος στη Wall Street θα συντονίσει τον επόμενο εμπορικό πόλεμο

Ο πιο μισητός τύπος στη Wall Street θα συντονίσει τον επόμενο εμπορικό πόλεμο

0 comments

Το πρωί της 27ης Ιουλίου, ο CEO της Cantor Fitzgerald, Χάουαρντ Λούτνικ, ανέβηκε στο βήμα του “Bitcoin 2024” στο Νάσβιλ του Τενεσί, όπου χιλιάδες θιασώτες των κρυπτονομισμάτων είχαν συγκεντρωθεί για να ακούσουν τις ομιλίες των Vivek Ramaswamy, Robert F. Kennedy Jr. αλλά και του Ντόναλντ Τραμπ.

Κατά την 20λεπτη ομιλία του ο Λούτνικ υπερασπίστηκε με πάθος το Tether, ένα κρυπτονόμισμα συνδεδεμένο με το αμερικανικό δολάριο, και ανακοίνωσε μια αρχική χρηματοδότηση ύψους 2 δισ. δολαρίων για την παροχή μόχλευσης στους επενδυτές Bitcoin. Αλλά πριν αρχίσει το “κήρυγμα”, επανέλαβε μια γνωστή ιστορία.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, άφηνε τον μεγαλύτερο γιο του στο νηπιαγωγείο, την ώρα που ένα αεροπλάνο έπεφτε πάνω στο Παγκόσμιο ΚέντροΕμπορίου, όπου στους ορόφους από τον 101ο έως τον 105ο βρίσκονταν τα κεντρικά γραφεία της Cantor Fitzgerald. Και οι 658 υπάλληλοί που βρίσκονταν στο κτίριο εκείνο το πρωί σκοτώθηκαν, μεταξύ των οποίων ο αδελφός του Λούτνικ, ο Γκάρι, και ο καλύτερός του φίλος Ντάγκ. Ο Λούτνικ θυμήθηκε τη στρατηγική που ακολουθούσε η εταιρεία του στις προσλήψεις: “Είχαμε ένα ασυνήθιστο μοντέλο. Θέλαμε να δουλεύουμε μόνο με ανθρώπους που μας άρεσαν”. Από την τραγωδία προέκυψε ο σκοπός. Ο Λούτνικ δεσμεύθηκε να παραχωρεί το 25% των κερδών της εταιρείας στις οικογένειες των εκλιπόντων για πέντε χρόνια, δίνοντας συνολικά 180 εκατ. δολάρια.

Είκοσι τρία χρόνια μετά, ο Λούτνικ εξακολουθεί να θεωρεί τον εαυτό του πρότυπο πατριωτισμού και αποφασιστικότητας. Το ίδιο πιστεύουν και άλλοι για τον εαυτό τους. Όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε τον διορισμό του Λούτνικ ως υπουργού Εμπορίου, δεν επικεντρώθηκε στην επιχειρηματική του ικανότητα ή στις γνώσεις του πάνω σε θέματα εμπορικής πολιτικής. Αντ’ αυτού, ο Τραμπ αναφέρθηκε κυρίως στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και περιέγραψε τον Λούτνικ ως “έμπνευση για τον κόσμο” και “την ενσάρκωση της ανθεκτικότητας μπροστά σε μια ανείπωτη τραγωδία”.

Πρόκειται για μια αληθινή, και οπωσδήποτε εμπνευσμένη, ιστορία. Αλλά ο Λούτνικ έχει και μια πιο σκοτεινή πλευρά, η οποία φαίνεται μέσα από δικαστικά έγγραφα και συζητήσεις με ανθρώπους που έχουν συνεργαστεί μαζί του. Για χρόνια, λένε, αυτός και η εταιρεία του “έχαναν” χρήματα πελατών, επενδυτών, συναδέλφων του, καθιστώντας τον Λούτνικ, σύμφωνα με έναν πρώην συνεργάτη του, “τον πιο μισητό άνθρωπο στη Wall Street”. Η αυτοκρατορία του, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, που περιλαμβάνει δύο εισηγμένες εταιρείες και μια ιδιωτική επενδυτική τράπεζα, είναι ένα “κουβάρι” με ζητήματα τήρησης αρχείων που χρονολογούνται εδώ και δεκαετίες και εσωτερικές διαμάχες. “Η εταιρεία ξεζουμίζει ανθρώπους”, λέει ένας άλλος πρώην υπάλληλος.

Ο Λούτνικ διοικεί την Cantor Fitzerald μαζί με τους εταίρους του, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος έχει τον τελευταίο λόγο. Με την προσωπική του περιουσία να υπερβαίνει το 1,5 δισ. δολάρια, ο Λούτνικ παρέχει στον εαυτό του “βασιλική αμοιβή”, “ψαλιδίζοντας” τα κέρδη της εταιρίας. “Έκανε ό,τι ήθελε”, λέει ένας πρώην συνέταιρός του. Σύμφωνα με αγωγή που κατατέθηκε πέρυσι σε ομοσπονδιακό δικαστήριο σε βάρος του, ο Λούτνικ ανάγκαζε τους υπαλλήλους να παίρνουν το 10%-20% του μισθού τους σε μετοχές της εταιρείας, κάτι που ακουγόταν ωραίο, αλλά δημιουργούσε προβλήματα όταν οι υπάλληλοι προσπαθούσαν να ρευστοποιήσουν τα μερίδιά τους. Επιπλέον οι συμφωνίες με τους συνεργάτες του περιείχαν τέτοιους όρους που έδιναν στον Λούτνικ την εξουσία να τους “βασανίζει” όταν πίστευε ότι παραβίαζανκανονισμούς περί ανταγωνιστικότητας. Υπολογίζεται ότι το 40% των πρώην συνεργατών του δεν πήρε τελικά όλες τις πρόβλεπόμενες αποζημιώσεις μετά την αποχώρησή του, σύμφωνα με την ίδια αγωγή, η οποία αναφέρει ότι όλα αυτά ήταν μέρος ενός σχεδίου του Λούτνικ για να εξαπατά τους υπαλλήλους και να βγάζει χρήματα ο ίδιος. “Πληρώνει μόνο αν θέλει να σε πληρώσει”, λέει ένας άλλος πρώην συνεργάτης. Οι εταιρείες του Λούτνικ έχουν ζητήσει να απορριφθεί η αγωγή.

Μέσω εκπροσώπου του, ο Λούτνικ αρνήθηκε να μιλήσει για αυτή την υπόθεση. Οι υπερασπιστές του, ωστόσο, δηλώνουν ότι κάποιοι άνθρωποι δεν είναι αρκετά σκληροί για να τον χειριστούν ή αρκετά έξυπνοι για να κατανοήσουν τις συμφωνίες συνεργασίας μαζί του που εκτείνονται σε 700 σελίδες. Παρόλα αυτά, ακόμη και οι υπέρμαχοι του Λούτνικ, δεν ήταν διατεθειμμένοι να μιλήσουν για την αγωγή. “Οι άνθρωποι τον φοβούνται”, λέει ένας πρώην συνεργάτης του. “Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας. Είδα τον εκφοβισμό. Είδα την επιθετικότητα”.

Η μαχητικότητα μπορεί να είναι το στοιχείο που αναζητά ο Τραμπ στον υπουργό Εμπορίου του – και αν συνδυάζεται με την αφοσίωση, ακόμα καλύτερα. Στις αρχές του 2021, όταν μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού κόσμου έπαιρνε αποστάσεις από τον Τραμπ, ο Λούτνικ παρέμεινε στο πλευρό του. Ο Τραμπ μόλιςείχε ιδρύσει μια εταιρεία μέσων ενημέρωσης και τεχνολογίας, μια απομίμηση του Twitter, αν και ο πρώην πρόεδρος δεν ήθελε να επενδύσει στο εγχείρημα πολλά από τα δικά του χρήματα. Ο Λούτνικ ήταν ο τέλειος άνθρωπος για να παρέχει ρευστότητα. Μετά από περίπου 40 χρόνια στον χρηματοοικονομικό τομέα, είχε την εμπειρία να εκμεταλλεύεται κάθε τάσης της Wall Street, όπως τις εταιρείες εξαγοράς ειδικού σκοπού, οι οποίες παρείχαν ρευστότητα σε ιδιωτικές εταιρείες και τις βοηθούσαν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο.

Τραμπ και Λούτνικ γνωρίζονταν παλαιόθεν και είχαν πολλά κοινά: και οι δύο έκαναν περιουσίες στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1980, ο ένας στα ακίνητα και ο άλλος στη Wall Street. Και λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο: μεταπηδούν από το ένα σύστημα κερδοφορίας στο επόμενο, μπαίνοντας μερικές φορές στο μικροσκόπιο των αρχών για ενδεχόμενες απάτες και ξέπλυμα χρήματος. Και οι δύο έχουν εκλεκτά γούστα: ο Λούτνικ έζησε για κάποιο διάστημα σε ένα διαμέρισμα του Trump Palace, προτού αγοράσει μια έπαυλη 10.600 τ.μ. ακριβώς δίπλα στον Τζέφρι Επστάιν. (Εκπρόσωπος του επόμενου υπουργού Εμπορίου ανέφερε ότι ο Λούτνικ “δεν είχε ποτέ καμία σχέση με τον κ. Έσπτάιν”).

Τραμπ και Λούτνικ, όμως, έχουν μια βασική διαφορά. Ο εκλεγμένος πρόεδρος δεν πολυασχολείται με λεπτομέρειες. Αντιθέτως, ο Λούτνικ έχει εμμονή με τις λεπτομέρειες: έκανε καριέρα αποσπώντας μικρά κέρδη από μαζικές συναλλαγές, εξερευνώντας σχεδόν κάθε σπιθαμή της Wall Street – μετοχές, ομόλογα, swaps, futures, παράγωγα, κρυπτονομίσματα και SPACs.

Η διαφορά αυτή ήταν εμφανής κάθε φορά που άνοιγε η συζήτηση στα ΜΜΕ για τις επιχειρήσεις του Τραμπ. Ο εκλεγμένος πρόεδρος είχε χρηματοδοτηθεί από έναν “μικρότερο” παίκτη, που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον κατηγόρησε αργότερα για απάτη. Ο Λούτνικ, στο μεταξύ, προχώρησε, βρίσκοντας μιαν άλλη εταιρεία όπως αυτή του Trump, τη Rumble. Μέσω της Cantor, την έβαλε στο χρηματιστήριο τον Σεπτέμβριο του 2022 και έβγαλε πολλά χρήματα, χάρη στην ευνοϊκή συμφωνία που είχε συνάψε. “Αν δεν είσαι στο επίπεδο του Χάουαρντ”, λέει ένας πρώην συνεργάτης της Cantor, “είσαι απλώς ένα τίποτα στον δρόμο του”.

Η εμμονή του Λούτνικ στη λεπτομέρεια φαίνεται τώρα στη νέα συνεργασία του με τον Τραμπ, ο οποίος τον επέλεξε ως συνεπικεφαλής της μεταβατικής του ομάδας πριν τον διορίσει υπουργό Εμπορίου. Ενώ ο εκλεγμένος πρόεδρος ασχολείται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον ντόρο που κάνουν οι ανακοινώσεις για το νέο υπουργικό του συμβούλιο, ο Λούτνικ ασχολείται με τους χαμηλόβαθμους αξιωματούχους στον ομοσπονδιακό μηχανισμό, αυτούς που κάνουν πράξη το έργο της κυβέρνησης.

Η Cantor Fitzgerald διασυνδέει ομοσπονδιακές υπηρεσίες και τμήματα, γεγονός που εγείρει ανησυχίες για πιθανή σύγκρουση συμφερόντων. Ενώ η ομάδα του Τραμπ εξετάζει υποψηφίους για να αναλάβουν οργανισμούς όπως η Επιτροπή Εμπορευματικών Συμβολαίων Μελλοντικής Διαπραγμάτευσης, η οποία επέβαλε πρόστιμο 6 εκατ. δολαρίων στην εταιρεία του Lutnick για μη ορθή τήρηση αρχείων το 2022, ο Λούτνικ απλώς προχωράει μπροστά, χωρίς να ανησυχεί για τις καταγγελίες. “Νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του”, λέει ένας πρώην υπάλληλος της εταιρείας του. “Ο Τραμπ είναι πρόεδρος για ίδιον όφελος. Ο Χάουαρντ Λούτνικ διευθύνει την επιχείρησή του με τον ίδιο τρόπο. Μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό”.

Γιος ενός καθηγητή κολεγίου, ο Λούτνικ μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ, δείχνοντας από νωρίς την ικανότητά του να βγάζει χρήματα. Ως παιδί, αγόραζε καινούργια πακέτα με κάρτες παικτών του μπέιζμπολ, τα ανακάτευε με τα παλιά και πουλούσε αυτά που είχε δημιουργήσει. Κάποια ήταν τα τυχερά με πέντε νέες κάρτες, και άλλα άχρηστα με μόλις μία νέα κάρτα. Τα άλλα παιδιά ανέμεναν την έκπληξη, αλλά ο Λούτνικ ήθελε τη σιγουριά, γνωρίζοντας ότι μπορούσε να πουλήσει τα “νέα” πακέτα του τρεις φορές πιο ακριβά από τα “κανονικά” πακέτα.

Η εφηβεία ήταν δύσκολη περίοδος. Η μητέρα του Λούτνικ πέθανε όταν ήταν 16 ετών, ο πατέρας του όταν ήταν 18 ετών,. Ο ίδιος και η μεγαλύτερη αδελφή του έπρεπε να φροντίσουν τον 15χρονο αδελφό τους Γκάρυ. Ο Λούτνικ έμενε οικότροφος στο κολέγιο Haverford στην Πενσυλβάνια, φιλοξενώντας τον Γκάρι τα Σαββατοκύριακα. Το 1983 αποφοίτησε με πτυχίο Οικονομικών και ακολούθως επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και εντάχθηκε στην Cantor Fitzgerald, που τότε διηύθυνε ο ιδρυτής της, ο Bernie Cantor, ο οποίος έγινε μέντορας του Λούτνικ. Ο Cantor λάτρευε το arbitrage και μετατοπιζόταν από τη μια δραστηριότητα στην άλλη, κυνηγώντας πάντα το πλεονέκτημα. Τελικά, έγινε χρηματιστής στην αγορά ομολόγων.

Ο Λούτνικ έκανε γρήγορα εντύπωση στον Cantor. Δύο χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο, έκανε συναλλαγές για μερικούς από τους καλύτερους πελάτες του Cantor. “Ο Μπέρνι δεν άκουγε κακή κουβέντα για το παιδί”, επισήμανε ένα πρώην στέλεχος της εταιρείας στο Forbes πριν από περίπου 30 χρόνια. “Και να του έδειχνες στοιχεία ότι ο Χάουαρντ ξεπέρασε τα όρια, έλεγε: “Μην ανησυχείτε. Νέος είναι. Θα μάθει”. Το 1991, τη χρονιά που ο Λούτνικ έγινε 30 ετών, ανέλαβε τη διαχείριση της εταιρείας.

Ακολούθησαν αντιδράσεις. Ο Λούτνικ δημιούργησε έναν στενό κύκλο συνεργατών από φίλους και μέλη της οικογένειάς του, συμπεριλαμβανομένου του μικρότερου αδελφού του Γκάρι, ο οποίος, σύμφωνα με συναδέλφους του, μετερχόταν πρακτικές του frontrunning, που μπορεί να επιτρεπόταν στην αγορά των κρατικών ομολόγων, όχι όμως και στη χρηματιστηριακή αγορά. Το 1994, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επέβαλε πρόστιμο 100.000 δολαρίων στην Cantor Fitzgerald για μη ορθή τήρηση αρχείων που σχετίζονταν με επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα. Τρία χρόνια μετά, η εταιρεία, χωρίς να παραδεχθεί ενοχή ή να αρνηθεί τις κατηγορίες, συμφώνησε να καταβάλει 500.000 δολάρια ως υπόθεση για να κλείσει η υπόθεση.

Ακόμα και η οικογένεια του Bernie Cantor είχε πρόβλημα με τον Λούτνικ. Περίπου την εποχή που ο Λούτνικ διορίστηκε διευθύνων σύμβουλος, έβαλε τον Cantor να αλλάξει τη σύσταση της εταιρείας. Το 1995, με την υγεία του μέντορά του να χειροτερεύει, ο Λούτνικ βρήκε δύο συνεργάτες και προσπάθησε να εξαγοράσει την Cantor. Η συμφωνία δεν έκλεισε, οπότε τον Ιανουάριο του 1996, ο Λούτνικ “ενεργοποίησε” μια 5μελή επιτροπή που ψήφισε υπέρ του να αφαιρεθεί από τον Cantor ο έλεγχος της εταιρείας που ο ίδιος ίδρυσε, με τρεις ψήφους υπέρ και δύο αποχές. Η σύζυγος του Cantor, Iris, η μία από τις δύο αποχές, πήγε την υπόθεση στα δικαστήρια Αποζημιώθηκε οικονομικά, ωστόσο έχασε τον έλεγχο της εταιρείας και πλέον ήταν επικριτική απέναντι στον Λούτνικ.

Ο Λούτνικ γιόρτασε τα 35α γενέθλιά του στο Metropolitan Club της Νέας Υόρκης το Σαββατοκύριακο μετά τον θάνατο του Cantor. Έχοντας τον έλεγχο της εταιρείας, επέκτεινε τις δραστηριότητες της Cantor Fitzgerald σε ομόλογα, παράγωγα, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, στα πάντα. Το 1996 τα έσοδα της εταιρείας τριπλασιάστηκαν -σε σύγκριση με το 1991- στα περίπου 600 εκατ. Με το βλέμμα στο μέλλον, την ίδια χρονιά ίδρυσε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα χρηματιστηριακών συναλλαγών, την eSpeed, κίνηση που θα βοηθούσε αργότερα στη διάσωση της εταιρείας.

Στον Λούτνικ άρεσε η μεγάλη ζωή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, διέμενε στο υψηλότερο τότε κτίριο στο Upper East Side του Μανχάταν, το Trump Palace. Το γραφείο του βρισκόταν στον 105ο όροφο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Αλλά τότε συνέβη το αδιανόητο – η τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Η εταιρεία παρέμεινε “ζωντανή”. Η ηλεκτρονική πλατφόρμα eSpeed αύξησε το μερίδιό της στην αγορά μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αν και στη συνέχεια έχασε τα κέρδη της, αφού ο Λούτνικ λάνσαρε μια νέα υπηρεσία που έδινε τη δυνατότητα στους αγοραστές ομολόγων να προηγηθούν των άλλων πληρώνοντας υπερτριπλάσιο του κανονικού επιτοκίου. Οι πελάτες αποχώρησαν και η eSpeed σταμάτησε το εγχείρημα. Ο Λούτνικ συνέχισε να κινείται και να συναλλάσσεται, παίζοντας με τη δομή της αυτοκρατορίας του. Αφού εισήγαγε την eSpeed στο χρηματιστήριο το 1999, τη συγχώνευσε με άλλες χρηματιστηριακές δραστηριότητες το 2008, ονομάζοντας τη συνδυασμένη δημόσια εταιρεία BGC Partners. Η αγορά εξέφρασε σκεπτικισμό, αλλά ο Λούτνικ διαχώρισε την eSpeed από την BGC και το 2013 την πούλησε στο Nasdaq OMX Group έναντι 750 εκατ. δολαρίων σε μετρητά, μαζί με μερίσματα μετοχών για 15 χρόνια.

Το να διαχωρίσει τη φήμη του από τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του ήταν σοφή κίνηση. Η μετοχή του Nasdaq εκτινάχθηκε και η τελική συμφωνία κοστολογήθηκε άνω των 2 δισ. δολαρίων, περισσότερα από όσα άξιζε η BGC κατά τον επίμαχο χρόνο της συναλλαγής. Ο Λούτνικ προσέλαβε για “δεξί του χέρι” τον Anshu Jain, ο οποίος είχε διατελέσει συνδιευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank από το 2012 έως το 2015, τα χρόνια που το γερμανικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έδωσε χρηματοδοτήσεις ύψους 340 εκατ. δολαρίων στον Τραμπ.

Στον τομέα του real estate, o Λούτνικ εξαγόρασε ορισμένες εταιρείες που τις απορρόφησε η Newmark, που το 2018 αποσχίστηκε από την BGC. Η Newmark εξελίχθηκε σε μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών για ακίνητα αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μεταξύ των πελατών της: ο Trump Organization, που “προσέλαβε” τη Newmark για να πουλήσει το ξενοδοχείο του στην Ουάσινγκτον.

Ακόμη και οι εχθροί του Λούτνικ παραδέχονται ότι είναι έξυπνος άνθρωπος. “Πανέξυπνος”, λέει χαρακτηριστικά ένας. “Ο Χάουαρντ εργάζεται σκληρά και συνήθως παίρνει αυτό που θέλει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο”, προσθέτει ένας δεύτερος.

Όχι όμως με τρόπο που να ικανοποιεί τους πάντες. Τον Ιούνιο του 2021, ο Λούτνικ φέρεται να απαίτησε από την επιτροπή αποζημιώσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της Newmark να του καταβάλει μπόνους 50 εκατ. δολαρίων. Σύμφωνα με αγωγή που κατέθεσαν αργότερα οι μέτοχοι, η επιτροπή αποφάσισε αρχικά να αναβάλει την εξέταση του μπόνους. Η πρόεδρος της επιτροπής, ο σύζυγος της οποίας σκοτώθηκε στην τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου, ανακοίνωσε τα νέα στον Lutnick. Το αφεντικό γνωστοποίησε τη δυσαρέσκειά του και το συμβούλιο το ξανασκέφτηκε. Ο Λούτνικ τελικά έλαβε μπόνους ύψους 20 εκατ. δολαρίων για το 2021 και από 10 εκατ. δολάρια για καθένα από τα επόμενα τρία χρόνια, συνολικά δηλαδή 50 εκατ. δολάρια – το ίδιο ποσό που φέρεται να ζήτησε.

Το Διοικητικό Συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου είναι ο Λούτνικ, υποστήριξε ότι η αγωγή δεν έχει βάση και υπερασπίστηκε την κίνησή του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το μεγάλο μπόνους θα κρατούσε τον Λούτνικ δεσμευμένο στην εταιρεία. Ίσως, για κάποια χρόνια. Όμως, η τέταρτη και τελευταία πληρωμή του Λούτνικ είναι προγραμματισμένη να καταβληθεί στα τέλη του 2024. Μια εξαιρετική συγκυρία για τον Λούτνικ, ο οποίος φαίνεται πως θα εγκαταλείψει την επιχείρησή του περίπου έναν μήνα αργότερα για να συμμετέχει στο υπουργικό συμβούλιο του προέδρου Τραμπ.

Απόδοση – επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Forbes

Πηγή: philenews.com

You may also like

Our Page contains news reposts. We are not responsible for any inaccuracy in the content

Copyright © All rights reserved Faros On Air 

Designed and Developed with 🧡 by eAdvertise

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More