Το βράδυ της Τρίτης η Ρέιτσελ Ριβς έδωσε μια σημαντική ομιλία στο Σίτι του Λονδίνου, στην οποία έδωσε μια εικόνα για την οικονομική σκέψη των Εργατικών (εν όψει των εκλογών). Η αρμόδια περί των οικονομικών έκανε μια αξιοθαύμαστα ευχάριστη ανάλυση που ανέδειξε την οικονομική ζημιά που προκάλεσε η λιτότητα (των Συντηρητικών) και το τίμημα που πλήρωσε η Βρετανία για την πολιτική αστάθεια.
Απαιτείται μια ριζοσπαστική ατζέντα για την αντιμετώπιση των σύνθετων κρίσεων της οικονομικής στασιμότητας, της πολιτικής πόλωσης και της κλιματικής έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, η απάντηση της κυρίας Ριβς δεν ήταν αντάξια της κλίμακας της πρόκλησης. Αυτό θέτει το ερώτημα εάν οι Εργατικοί έχουν μάθει κάτι από την τελευταία μιάμιση δεκαετία. Η εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη της παγκόσμιας υπερθέρμανσης σημαίνει ότι η Βρετανία δεν μπορεί να διακινδυνεύσει να περιορίσει τις πράσινες επενδύσεις λόγω απαιτήσεων χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ωστόσο, εκεί βρίσκονται οι Εργατικοί. Η κυρία Ριβς αναφέρθηκε επιδοκιμαστικά στη «σύγχρονη οικονομία της προσφοράς» της υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν. Αλλά αρνήθηκε να υποστηρίξει το επιχείρημα της κυρίας Γέλεν ότι υπάρχουν κοινωνικά οφέλη στη λειτουργία της οικονομίας σε «καυτά» επίπεδα με τη μεγιστοποίηση της χρήσης όλων των διαθέσιμων πόρων. Η ομιλία της κυρίας Ριβς αφορούσε τη διαχείριση των προσδοκιών.
Ο λόγος της κυρίας Ριβς ήταν πολιτικά έντεχνος, και σε αυτό όφειλε κάτι στον Τόνι Μπλερ και τον Γκόρντον Μπράουν. Οι Νέοι Εργατικοί απέρριψαν φωναχτά τις κεϊνσιανές οικονομικές θεωρίες, αλλά πέτυχαν ανάπτυξη μέσω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που δημιούργησαν ζήτηση στην οικονομία. Η ανακατανομή για την επίτευξη μεγαλύτερης κοινωνικής ισότητας ήταν κάτι που δεν αναφερόταν ποτέ φωναχτά επί πρωθυπουργίας του κ. Μπλερ αλλά εφαρμόστηκε ευρέως. Ο κ. Μπράουν έγραψε στην αυτοβιογραφία του ότι οι Νέοι Εργατικοί (New Labour) μίλησαν για δημοσιονομικό ρεαλισμό και δανεισμό για επενδύσεις αλλά «απέρριψαν τον μύθο ότι τα εθνικά οικονομικά ήταν το ίδιο με τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, αν και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Μαζί με αυτό απορρίφθηκε η άκαμπτη νεοφιλελεύθερη επιμονή σε έναν «ισορροπημένο προϋπολογισμό»» σημειώνεται.
Καθώς απομένουν λίγοι μήνες ψεύτικης προεκλογικής εκστρατείας, μπορεί να είναι υπερβολικό να ζητάμε από την κυρία Ριβς να είναι τόσο ανοιχτή. Δεν μπορούμε παρά να ζούμε με ελπίδα. Τα δρώμενα της δεκαετίας του 1970 είναι κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να τρομάξει τους ψηφοφόρους ώστε να αποδεχτούν τη νεοφιλελεύθερη λογική τού «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική». Αλλά μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας θα χρειαστεί εναλλακτικές λύσεις – και η κυρία Ριβς θα έπρεπε να τις προσφέρει.