Πριν από έναν μήνα, το Bloomberg σε ανάλυσή του επισήμαινε ότι «αν ποτέ υπήρχε μια επένδυση που να διαψεύδει την άποψη που έχουμε όλοι για το ρίσκο, αυτή θα ήταν το χρέος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Τα τελευταία πέντε χρόνια πρόσφερε απόδοση 14%, την υψηλότερη μεταξύ των κρατών με αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας. Το ασυνήθιστο ήταν ότι η Ελλάδα, δεν είχε την επενδυτική βαθμίδα. Μόλις τον Οκτώβριο ανέκτησε οριακά το αξιόχρεο». Ο αρθρογράφος προσπαθούσε να αποδείξει τη ματαιότητα της χρήσης παραδοσιακών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας. Με λίγα λόγια έλεγε μην ακούτε πιστά τους οίκους αξιολόγησης, θυμίζοντας το παράδειγμα της Moody’s Investors Service η οποία ακόμα, για κάποιο λόγο, εξακολουθεί να κατατάσσει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στην κατηγορία «σκουπίδια».
Αυτά τα «σκουπίδια», όμως μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, κατάφεραν να εξοικονομούν σημαντικά χρήματα για τους έλληνες φορολογούμενους. Οπως είπε ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης την περασμένη εβδομάδα, απαντώντας στο ερώτημα ποιο είναι το όφελος για την ελληνική οικονομία από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, το προσδιόρισε μόνο από την επανέκδοση ομολόγου που έγινε τον Ιανουάριο, στα 850 εκατ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας. Οσο, δηλαδή, θα στοιχίσουν περίπου τα πρώτα έργα αποκατάστασης της Θεσσαλίας από τις καταστροφικές πλημμύρες του Σεπτεμβρίου. Η επιστροφή των ελληνικών ομολόγων συνοδεύτηκε από τη μείωση κατά μιας ολόκληρης μονάδας του κόστους δανεισμού.
Οδήγησε ωστόσο και σε κάτι εξίσου σημαντικό. Στην ουσιαστική σύγκλιση του κόστους δανεισμού των Ελλήνων με αυτό των μεγάλων οικονομιών της Ευρώπης. Αυτό έγινε μέσω της σημαντικής αποκλιμάκωσης του περιθωρίου (spread) όπως προκύπτει από τη σύγκριση των ευρωπαικών ομολόγων με το ομόλογο αναφοράς για ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, που είναι το δεκαετές γερμανικό ομόλογο.
Στην ανάλυση του Bloomberg, γινόταν ευθέως σύγκριση του ελληνικού δεκαετούς με το αντίστοιχο ομόλογο της Βρετανίας. Πριν από ένα μήνα το βρετανικό 10ετές είχε επιτόκιο 50 μονάδες βάσης υψηλότερα του ελληνικού. Αυτή την εβδομάδα, ξεπέρασε τις 80 μονάδες βάσης. Η «μεγάλη» Μεγάλη Βρετανία δανείζεται συνεχώς ακριβότερα από την – όχι και τόσο όπως δείχνουν τα στοιχεία – μικρή Ελλάδα.
Το όφελος από όλα αυτά φάνηκε έντονα την εβδομάδα που μας πέρασε με την ποιοτική αναβάθμιση των ενδιαφερόμενων επενδυτών που συμμετείχαν στο placement της Τράπεζας Πειραιώς. Αλλα επενδυτικά κεφάλαια (έντονα κερδοσκοπικά) εισήλθαν στα ελληνικά assets μετά το 2015. Αλλα μετά το 2019 (ελάχιστα βελτιωμένα) και άλλα έρχονται τους τελευταίους μήνες που συνέπεσε και με την πώληση των ποσοστών των τραπεζών από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Τα τελευταία θυμίζουν κάτι από τους μακροχρόνιους επενδυτές του δυτικού κόσμου που μας εγκατέλειψαν μετά τη χρεοκοπία το 2010. Κι αυτό από μόνο του αν συνεχιστεί είναι μια ωραία προοπτική και εν πολλοίς αποδίδεται και αυτή στην επενδυτική βαθμίδα…