Ο πληθωρισμός θα επιστρέψει το 2025 κάτω από τον στόχο του 2% της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και θα παραμείνει εκεί και το 2026, σύμφωνα με τις τελευταίες προβολές των εμπειρογνωμόνωντης ΕΚΤ που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την τράπεζα, μία ημέρα μετά την απόφαση της να μειώσει τα επιτόκια της – για τρίτη φορά φέτος – κατά 25 μονάδες βάσης.
Αξιωματούχοι της ΕΚΤ αναφέρουν ότι ο στόχος για πληθωρισμό 2% θα επιτευχθεί το πρώτο ή το δεύτερο τρίμηνο του 2025, πολύ νωρίτερα από ό, τι δείχνουν οι τελευταίες προβλέψεις – ανοίγοντας την πόρτα για περαιτέρω νομισματική χαλάρωση. Την ίδια ώρα ο γενικός πληθωρισμός τον Σεπτέμβριο υποχώρησε κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ και έπεσε στο 1,8%.
«Ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί τους επόμενους μήνες, πριν αρχίσει να υποχωρεί προς τον στόχο (του 2%) στο επόμενο έτος. Ο εγχώριος πληθωρισμός παραμένει υψηλός, καθώς οι μισθοί συνεχίζουν να αυξάνονται με υψηλό ρυθμό», αναφέρουν αξιωματούχοι της ΕΚΤ. Για τον δομικό δείκτη που δεν περιλαμβάνει ενέργεια, τρόφιμα, αλκοόλ και καπνό, οι αναλυτές περιμένουν να υποχωρήσει από 2,8% το 2024 στο 2,2% το 2025 και 2% το 2026. Μια επόμενη μείωση στην τελευταία συνεδρίαση των υπεύθυνων χάραξης νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στο τέλος του 2024 θα συμβάλει επίσης στην τόνωση της οικονομίας και θα διασφαλίσει μια ήπια προσγείωση, εκτιμούν οι ίδιοι.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι τιμές καταναλωτή θα είναι στο 1,9% το 2025, κάτω από την πρόβλεψη 2%, σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση. Οι προβλέψεις για το 2024 και το 2026 παρέμειναν αμετάβλητες στο 2,4% και 1,9%. Η απόφαση, η οποία δεν αναμενόταν τις προηγούμενες εβδομάδες όπως έδειξαν και τα πρακτικά της συνεδρίασης του Σεπτεμβρίου, έρχεται μετά τα στοιχεία που δείχνουν ότι η οικονομία στη ζώνη του ευρώ είναι σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συναντήθηκαν για τελευταία φορά.
Οι αυξήσεις στους μισθούς
Μια ξεχωριστή δημοσκόπηση της ΕΚΤ διαπίστωσε ότι οι μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες ανέφεραν «μια περαιτέρω συγκράτηση στην αύξηση των τιμών συνολικά» και συνέχισαν να αναμένουν σταδιακή χαλάρωση των αυξήσεων των μισθών το επόμενο έτος. Οι προοπτικές απασχόλησης κρίθηκαν υποτονικές, με τμήματα του μεταποιητικού τομέα να «αναδιαρθρώνονται ως απάντηση στην αδύναμη ζήτηση ή/και στην αύξηση του μισθολογικού κόστους». Ωστόσο, το συνολικό αποτέλεσμα αναμενόταν να μειωθεί καθώς η απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών συνεχίζει να αυξάνεται και ορισμένες βιομηχανικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να αναφέρουν ελλείψεις προσωπικού.
Αντίκτυπος στα δάνεια
Η μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ, τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο, είχε αρνητικό αντίκτυπο στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών, για πρώτη φορά από το τέλος του 2022. Οι τράπεζες αναμένουν ότι ο αρνητικός καθαρός αντίκτυπος στα περιθώρια κέρδους που συνδέεται με την πολιτική επιτοκίων της ΕΚΤ θα ενισχυθεί και θα οδηγήσει σε μείωση της συνολικής κερδοφορίας από τα υψηλά επίπεδα που επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια του κύκλου σύσφιξης του 2022. -2023. Ως προς τους όρους δανεισμού, αμετάβλητα έμειναν τα κριτήρια των τραπεζών της Ευρωζώνης για χορήγηση επιχειρηματικών δανείων στο γ’ τρίμηνο του 2024, μετά από δύο και πλέον χρόνια που είχαν γίνει πιο αυστηρά, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (October 2024 euro area bank lending survey).
Για τα νοικοκυριά, τα κριτήρια έγιναν πιο χαλαρά για τα στεγαστικά δάνεια, αλλά πιο αυστηρά για τα καταναλωτικά δάνεια. Για πρώτη φορά από το τρίτο τρίμηνο του 2022, εξ άλλου, οι τράπεζες ανέφεραν μία συγκρατημένη καθαρή αύξηση της ζήτησης δανείων ή ανάληψης πιστωτικών γραμμών από τις επιχειρήσεις παραμένοντας όμως γενικά αδύναμη. Η καθαρή ζήτηση για στεγαστικά δάνεια ανέκαμψε έντονα, ενώ η ζήτηση για καταναλωτική πίστη και άλλες χορηγήσεις προς τα νοικοκυριά αυξήθηκε πιο συγκρατημένα. Η μείωση των επιτοκίων καθοδήγησε τη ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις, ενώ οι πάγιες επενδύσεις είχαν συγκρατημένη επίδραση. Οσον αφορά τα στεγαστικά δάνεια, η καθαρή αύξηση της ζήτησης προήλθε κυρίως από τη μείωση των επιτοκίων και τη βελτίωση των προοπτικών της αγοράς κατοικίας, ενώ η καταναλωτική εμπιστοσύνη και οι δαπάνες για διαρκή αγαθά στήριξαν τη ζήτηση για καταναλωτική πίστη.
Πηγή: philenews.com