Ποιος εκτροχιάζει με τα δισεκατομμύριά του την πράσινη μετάβαση
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση την επόμενη δεκαετία δεν είναι η τεχνολογία ή η πολιτική βούληση. Είναι τα χρήματα.
Η αναδιαμόρφωση των παγκόσμιων συστημάτων ενέργειας για την εξάλειψη των εκπομπών ρύπων άνθρακα θα αποτελέσει ένα επενδυτικό έργο πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα τελευταία χρόνια, η καθαρή ενέργεια έχει ξεπεράσει τα ορυκτά καύσιμα όσον αφορά τις παγκόσμιες δαπάνες, ωστόσο σε ένα τμήμα του κόσμου εξακολουθεί να υπολείπεται: στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Οι πλούσιες χώρες οι οποίες θα έχουν την τάση να επαναπαυτούν στις δάφνες τους, τώρα που η υπόσχεση για κινητοποίηση 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για το κλίμα σε τέτοιες χώρες φαίνεται να έχει επιτέλους εκπληρωθεί, θα πρέπει να προσέχουν. Η πραγματική μάχη τώρα αρχίζει.
Ο ρόλος των πετρο-μοναρχιών του Κόλπου
Αυτό συμβαίνει επειδή οι εξαγωγείς ορυκτών καυσίμων ανά τον κόσμο δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν την πρόκληση με παθητικότητα. Διακυβεύονται οι ενεργειακές πολιτικές 10 αναδυόμενων χωρών στην Ασία και την Αφρική που θα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ του πρόσθετου πληθυσμού του πλανήτη από τώρα έως το 2050 – και ένα συνακόλουθο μερίδιο της ενέργειάς του. Έχουν οικονομίες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από ξένα κεφάλαια, είτε λόγω του γρήγορου ρυθμού ανάπτυξής τους είτε λόγω της ευθραυστότητας των νομισμάτων τους.
Εάν οι πλούσιες χώρες δεν παράσχουν τη χρηματοδότηση για καθαρή ενέργεια για να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξή τους, οι παραγωγοί πετρελαίου και οι σύμμαχοί τους είναι έτοιμοι με τα βιβλιάρια επιταγών στα χέρια για τη “βρώμικη” εναλλακτική λύση.
Γεμάτες κέρδη από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, οι μοναρχίες του Κόλπου – ιδίως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα – είναι τελευταία απασχολημένες με τη δημιουργία δεσμών. Δισεκατομμύρια έχουν κατατεθεί στις κεντρικές τράπεζες της Αιγύπτου και του Πακιστάν για να σταθεροποιήσουν τα νομίσματά τους, καθώς οι λογαριασμοί εισαγωγών ενέργειας αυξήθηκαν στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία, μια ασυνήθιστη κίνηση που αφήνει τους αποδέκτες άρρηκτα δεμένους με τους χορηγούς τους. Επιχειρήσεις της Σαουδικής Αραβίας υπέγραψαν συμφωνίες ύψους 4,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων με ομόλογές τους από τις Φιλιππίνες σε επενδυτικό φόρουμ τον Οκτώβριο, συν μια σύμβαση αυτόν τον μήνα για τη λειτουργία ενός νέου λιμανιού εμπορευματοκιβωτίων στο Μπανγκλαντές. Η Ινδονησία ζητά επίσης τη βοήθεια του Ριάντ για τη χρηματοδότηση της σχεδιαζόμενης νέας πρωτεύουσας της, Nusantara.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, εν τω μεταξύ, βρίσκονται πια πίσω μονάχα από την Κίνα τον τελευταίο καιρό ως ο δεύτερος μεγαλύτερος διμερής επενδυτής στην Αφρική, όπου η Αιθιοπία, η Κένυα, η Νιγηρία και η Τανζανία σημειώνουν ιδιαίτερα ταχεία ανάπτυξη. Στην Ινδία, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα επιδιώκουν να επενδύσουν 100 δισεκατομμύρια και 50 δισεκατομμύρια δολάρια, αντίστοιχα, με το ήμισυ του πρώτου ποσού να προορίζεται για ένα διυλιστήριο πετρελαίου που έχει καθυστερήσει πολύ, το οποίο θα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο.
Αυτές οι δαπάνες δείχνουν την υφέρπουσα ήπια ισχύ των συγκεκριμένων δυνάμεων. Το Μπανγκλαντές, η Αίγυπτος, η Ινδία, η Ινδονησία, το Πακιστάν και οι Φιλιππίνες είναι οι μεγαλύτερες χώρες προέλευσης αλλοδαπών εργατών που παρέχουν μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού στις μοναρχίες του Κόλπου και που, με τη σειρά τους, στέλνουν εμβάσματα στην πατρίδα τους. Οι εμπορικοί δεσμοί με την Ανατολική Αφρική, όπου η παραδοσιακή lingua franca, σουαχίλι, προέρχεται εν μέρει από τα αραβικά, χρονολογούνται εκατοντάδες χρόνια πίσω.
Οι εξαγωγείς πετρελαίου, βεβαίως, δεν παίζουν μόνοι τους ούτε ως κυρίαρχοι στο συγκεκριμένο παιχνίδι. Οι πλούσιες δημοκρατίες που συμμετέχουν στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) παραμένουν οι μεγαλύτερες πηγές άμεσων ξένων επενδύσεων, με διαφορά. Η Σουηδία, με εκροές 62 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022, στέλνει περισσότερα κεφάλαια στο εξωτερικό από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που μαζί δαπάνησαν συνολικά 44 δισεκατομμύρια δολάρια την ίδια χρονιά. Οι ΗΠΑ, με 373 δισεκατομμύρια δολάρια, η Ιαπωνία με 161 δισ. δολ. και η Κίνα με 147 δισ. δολ., κάνουν τους Άραβες να μοιάζουν νάνοι.
Ο κομβικός ρόλος Ιαπωνίας και Κίνας
Αυτές οι δύο τελευταίες μπορεί να αποδειχθούν τόσο σημαντικές για τις επόμενες δεκαετίες όσο και οι εξαγωγείς πετρελαίου. Ο κομβικός τομέας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η μηχανολογική τεχνογνωσία της Κίνας την έχουν μετατρέψει σε σημαντικό παράγοντα στις ενεργειακές επενδύσεις στο εξωτερικό την τελευταία δεκαετία.
Περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν δαπανηθεί για περίπου 128 γιγαβάτ γεννητριών υπό την αιγίδα της Πρωτοβουλίας Belt and Road – ένα σχέδιο ξένων επενδύσεων με την υπογραφή του προέδρου της Κίνας Xi Jinping – έγραφαν οι ενεργειακοί αναλυτές της Wood Mackenzie τον Νοέμβριο. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της χρηματοδότησης παραδοσιακά προοριζόταν για άνθρακα και φυσικό αέριο, αλλά με τον Xi να υπόσχεται να τερματίσει τη χρηματοδότηση για νέα ενέργεια από άνθρακα στο εξωτερικό, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούν πλέον σχεδόν το 50% του συνόλου, σύμφωνα με την έκθεση.
Τα εμπόδια για τον κινεζικό εξοπλισμό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε χώρες όπως η Ινδία, η Ινδονησία και οι ΗΠΑ μπορεί να πιέσουν προς τα κάτω τις τιμές σε οικονομίες που είναι πιο ανοιχτές στις εισαγωγές, παρέχοντας μια εξαγωγική αγορά στο Πεκίνο για να αντιμετωπίσει την επιβράδυνση της εγχώριας οικονομίας. Ακόμη και τα ίδια τα κράτη του Κόλπου έχουν συνεργαστεί με κινεζικές επιχειρήσεις για την κατασκευή έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε τρίτες χώρες.
Από την άλλη πλευρά, η Ιαπωνία δίνει εδώ και καιρό μια μάχη οπισθοφυλακής ενάντια στις πολιτικές απανθρακοποίησης των υπόλοιπων πλούσιων χωρών, εισάγοντας γλώσσα που υποστηρίζει την αμμωνία, το υδρογόνο και το LNG στο ανακοινωθέν Συνόδου της G7 στη Χιροσίμα τον Μάιο. Αυτή η διατύπωση δένεται με την απόφαση του Τόκιο να ευνοήσει τον χρήση καυσίμου προερχόμενου από ορυκτά σε φούρνους άνθρακα, μια δαπανηρή πολιτική με ελάχιστα ή καθόλου περιβαλλοντικά οφέλη. Οι συγκεκριμένες φράσεις επαναλήφθηκαν στην τελική δήλωση της συνόδου για το Κλίμα COP28 στο Ντουμπάι νωρίτερα αυτόν τον μήνα.
Με κρατική υποστήριξη, οι ιαπωνικές εταιρείες προσπαθούν να εξάγουν την τεχνολογία στο Μπαγκλαντές, την Ινδονησία και την Ταϊλάνδη, δυνητικά επιβραδύνοντας τον ρυθµό ενεργειακής µετάβασης σε κάθε μία από αυτές τις χώρες.
Η μάχη όλο και θα οξύνεται τα επόμενα χρόνια. Αντιμέτωπες με τη μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι χώρες παραγωγής είναι πιο πιθανό να ξοδεύουν χρήματα για να ενισχύουν τη ζήτηση με τερματικούς σταθμούς λιμένων, διυλιστήρια και εργοστάσια παραγωγής στις χώρες εισαγωγής, αντί να προσθέσουν περισσότερη προσφορά ανάντη σε μια γεμάτη αγορά. Μια πιθανή πτώση των επιτοκίων παγκοσμίως, επίσης, θα ενθαρρύνει τους διψασμένους για αποδόσεις επενδυτές να αναζητήσουν ξανά την τύχη τους σε εξωτικούς προορισμούς, αντί να καταφεύγουν στην ασφάλεια των αμερικανικών ομολόγων. Ένα μεταβαλλόμενο κλίμα θα αυξήσει τόσο τον επείγοντα χαρακτήρα των επενδύσεων καθαρής ενέργειας, όσο και την οικονομική ζημία που θα προκαλείται στις αναπτυσσόμενες οικονομίες από τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Τα πράγματα χρειάζεται να αλλάξουν. Η COP28 απέτυχε να προσφέρει τα χρήματα που χρειάζεται η ενεργειακή μετάβαση. Εάν οι χρηματοδότες στο πλουσιότερο τμήμα του πλανήτη δεν αρχίσουν να κάνουν πράξη όσα διακηρύττουν, δεν θα πρέπει να εκπλήσσονται εάν άλλοι παράγοντες παρέχουν περισσότερα μετρητά για να την επιβραδύνουν.
Πηγή: Philenews