Έρευνα «Φ» για μαθητές με μεταναστευτική βιογραφία – Οι πραγματικοί αριθμοί
Μεγάλο θέμα δημιουργήθηκε σε συνεδρία της ad hoc επιτροπής της Βουλής για τη μελέτη του Δημογραφικού Προβλήματος, από λανθασμένη ανάγνωση στοιχείων σε σχέση με τους αριθμούς παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία που φοιτούν στα δημόσια σχολεία της Κύπρου.
Και αυτό γιατί, ενώ η ημερήσια διάταξη αφορούσε γενικά το δημογραφικό θέμα και τις μεταναστευτικές ροές, η όλη συζήτηση επικεντρώθηκε στον τρόπο διαχείρισης των μαθητών με μεταναστευτική βιογραφία από το υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΑΝ).
Η συζήτηση παρεκτράπηκε όταν διαμοιράστηκε υλικό που λήφθηκε από γραμματείες σχολείων του ιστορικού κέντρου της Λευκωσίας και αφορούσε τους αριθμούς των μαθητών με μεταναστευτική βιογραφία που φοιτούν σε Νηπιαγωγεία, Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της περιοχής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, ποσοστόπερίπου 50% των μαθητών και μαθητριών των εν λόγω σχολείων είναι παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία. Μάλιστα, βουλευτές που πήραν τον λόγο ανέφεραν ότι «με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, η υπουργός Παιδείας πρέπει να αλλάξει προσέγγιση». Ανέφεραν ακόμη ότι «τα προγράμματα του Υπουργείου για την ένταξη των παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα και για θέματα ελληνομάθειας δεν φέρνουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα». Έντονη ήταν η αντίδραση των εκπροσώπων του ΥΠΑΝ στη συνεδρία για τις πιο πάνω αναφορές βουλευτών, αφού τα επίσημα στοιχεία που κατείχαν και τα οποία είχαν συλλεγεί με συγκεκριμένο και αξιόπιστο τρόπο, ήταν εντελώς διαφορετικά.
Ο «Φ» διερεύνησε το θέμα, που προκάλεσε σάλο λόγω του πολύ υψηλού ποσοστού το οποίο αναφέρθηκε, παραθέτει σήμερα την πραγματική εικόνα στην κοινή γνώμη. Τα πραγματικά ποσοστά παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία που φοιτούν στα σχολεία μας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΥΠΑΝ είναι τα εξής: Στην επαρχία Λευκωσίας ανέρχεται σε 14% στα Δημοτικά Σχολεία, σε 23% στα Νηπιαγωγεία, σε 27% στα Ειδικά Σχολεία, σε 13% στα Γυμνάσια, σε 9% στα Λύκεια και σε 10% στις Τεχνικές Σχολές. Το αντίστοιχο παγκύπριο ποσοστό ανέρχεται σε 20% στα Δημοτικά Σχολεία, σε 25% στα Νηπιαγωγεία, σε 24% στα Ειδικά Σχολεία, σε15% στα Γυμνάσια, σε 12% στα Λύκεια και σε 17% στις Τεχνικές Σχολές. Στα πιο πάνω ποσοστά δεν περιλαμβάνονται οι εξ Ελλάδος μαθητές και μαθήτριες.
Στο σημείο αυτό, μας επισημάνθηκε με έμφαση ότι τα εν λόγω ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν τα ποσοστά παιδιών που έχουν ανάγκη στήριξης στην ελληνική γλώσσα. Τα ποσοστά αυτά είναι πολύ μικρότερα (11% στη Δημοτική Εκπαίδευση και μόνο 3% στη Μέση Εκπαίδευση), αφού πολλά από τα παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο μαθημάτων στην ελληνική γλώσσα και έχουν ήδη αποκτήσει το απαραίτητο επίπεδο ελληνομάθειας Β1, στη βάση του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις γλώσσες, για να μπορούν να συμμετέχουν απρόσκοπτα στη γενική τάξη. Όπως μας αναφέρθηκε, επαναξιολόγηση που διενήργησε το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης αποδεικνύει ότι το ποσοστό παιδιών της Στ΄ τάξης του Δημοτικού που ολοκλήρωσαν τα δύο χρόνια ενισχυτικής διδασκαλίας και απέκτησαν το Β1 προτού συνεχίσουν τη φοίτησή τους στο γυμνάσιο, ανέρχεται στο 86%.
Η ομαλή ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα
Σύμφωνα με το ΥΠΑΝ, στόχος της πολιτικής που ακολουθείται για την ένταξη μαθητών/τριών με μεταναστευτική βιογραφία στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα είναι η δημιουργία προϋποθέσεων που θα διασφαλίζουν σε όλα τα παιδιά ίσες ευκαιρίες πρόσβασης και επιτυχίας στην εκπαίδευση. Βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι η μετάβαση σε ένα πιο σύγχρονο, μαθητοκεντρικό και συμπεριληπτικό σχολείο, ώστε το κάθε παιδί να μπορεί να καλλιεργεί τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις ικανότητές του, στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Σε αυτό το πλαίσιο, κανένα παιδί δεν μπορεί να αποκλείεται από το θεμελιώδες δικαίωμά του στην εκπαίδευση, φοιτώντας, μαζί με τους συνομήλικούς του, σε σχολείο της περιοχής που διαμένει.
Είναι γεγονός ότι οι αριθμοί των μαθητών και μαθητριών με μεταναστευτική βιογραφία που εντάσσονται στο εκπαιδευτικό μας σύστημα έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, λόγω και των συνεχόμενων γεωπολιτικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή μας. Ωστόσο, όπως φαίνεται και από τα στοιχεία που παραθέτει ο «Φ», γενικεύσεις που αναφέρουν ότι ποσοστό της τάξης του 50% των μαθητών/τριών των σχολείων της Λευκωσίας είναι παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία, απέχουν από την πραγματικότητα. Από το Υπουργείο, μας τόνισαν ότι η συζήτηση επί του θέματος δεν πρέπει να επικεντρώνεται μόνο στην επαρχία Λευκωσίας –και ειδικά σε συγκεκριμένα σχολεία του ιστορικού της κέντρου– αφού αποκλεισμός σχολείων από τον υπολογισμό του εν λόγω ποσοστού, αλλοιώνει την πραγματική εικόνα και εστιάζει την προσοχή σε ένα μόνο σημείο.
Πολιτικές για τα παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία
Το ΥΠΑΝ, διαπιστώνοντας την αύξηση των ροών παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία στην Κύπρο, προώθησε πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο, με σχετική απόφασή του, έχει αυξήσει τις περιόδους διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας. Παράλληλα, για τα παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία προβλέφθηκε, με την αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, η δημιουργία υλικού από το νηπιαγωγείο, για ομαλότερη ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η Κύπρος είναι από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη που έχει ξεχωριστό Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών για τη διδασκαλία σε παιδιά που μαθαίνουν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής ως δεύτερη, με πλούσιο συνοδευτικό υλικό, δοκίμια διαμορφωτικής, ενδιάμεσης και τελικής αξιολόγησης και οδηγούς για κατάλληλη αξιοποίησή τους από τους/τις εκπαιδευτικούς. Επιπρόσθετα, σχολεία με παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία συμμετέχουν στο συγχρηματοδοτούμενο από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο πρόγραμμα ΔΡΑ.Σ.Ε.+, το οποίο δίνει αυξημένες παροχές για να αντιμετωπιστούν διάφορες προκλήσεις, όπως είναι ο αυξημένος χρόνος για διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας και η παρουσία δεύτερου/ης εκπαιδευτικού στη γενική τάξη, για μεγαλύτερη υποστήριξη των παιδιών.
Ο «Φ» είναι σε θέση να γνωρίζει ότι το θέμα της ένταξης παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα παρακολουθείται πολύ στενά από την κυβέρνηση, στο πλαίσιο μιας ολιστικής πολιτικής διαχείρισης που προωθείται. Η αντιμετώπιση της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία σε συγκεκριμένα σχολεία και η καλύτερη κατανομή τους μεταξύ των σχολείων, αποτελεί μια από τις βασικές προτεραιότητες της πολιτικής αυτής.