Μετρά τα εκατομμύρια που του χρωστούν ο ΟΑΥ – Εώς και €7 εκατ. διεκδικεί από ασφαλιστικές για τραυματισμούς σε τροχαία
Κατά μέσο όρο, κάθε μήνα, η υπηρεσία ασθενοφόρων, λαμβάνει 1.500 – 2.000 κλήσεις για μεταφορά τραυματιών από τροχαία ατυχήματα στα Τμήματα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών.
Τα περιστατικά αυτά, στοιχίζουν, στα κρατικά νοσοκομεία, κατά μέσο όρο €400 έκαστο μόνο για την εξυπηρέτηση τους από τα ΤΑΕΠ και για τις υπηρεσίες αυτές ο ΟΚΥπΥ αποζημιώνεται από τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας ο οποίος, ωστόσο, στη συνέχεια δεν αποζημιώνεται από τις ασφαλιστικές εταιρείες στις οποίες είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένοι οι εμπλεκόμενοι στα δυστυχήματα οδηγοί.
Με έναν πρόχειρο συντηρητικό υπολογισμό, μόνο οι υπηρεσίες ΤΑΕΠ που προσφέρονται στους τραυματίες τροχαίων ατυχημάτων στοιχίζουν €40.000 – €50.000 τον μήνα, με το ποσό να αυξάνεται κατά πολύ όταν οι τραυματίες χρειάζεται να εισαχθούν για περαιτέρω νοσηλεία η οποία ενδεχομένως, στους σοβαρούς τραυματισμούς να συνεπάγεται και χειρουργικές επεμβάσεις.
Ο υπολογισμός του συνολικού ποσού, που στην ουσία θα έπρεπε να καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρείες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ασφαλισμένων οδηγών, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί από τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας, για αυτό και κατά τη χθεσινή συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι εκπρόσωποι του οργανισμού δεν έδωσαν συγκεκριμένα στοιχεία. Όπως πληροφορούμαστε, ωστόσο, το συνολικό ποσό κατ’ έτος, ενδεχομένως, να φθάνει ή και να ξεπερνά τα €5 – €7 εκατ.
Μεταξύ ΟΑΥ και Συνδέσμου Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου, βρίσκεται σε εξέλιξη διαβούλευση εδώ και αρκετούς μήνες και οι δύο πλευρές, πέραν από τον υπολογισμό του συνολικού ποσού που πρέπει να καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές εταιρείες στον οργανισμό, μελετούν και τον τρόπο με τον οποίο θα καταβάλλεται το ποσό αυτό στο ταμείο του ΓεΣΥ. Αυτό επειδή θεωρείται αδύνατο, να υποβάλλει ο ΟΑΥ αίτημα για αποζημίωση για κάθε τραυματία τροχαίου ατυχήματος, στην ασφαλιστική εταιρεία στην οποία είναι ασφαλισμένος ο κάθε εμπλεκόμενος οδηγός.
Όπως προκύπτει από τα όσα ΟΑΥ και ΣΕΑΚ ανέφεραν κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίασης στη Βουλή, αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία υπολογισμού του συνολικού ποσού που πλήρωσε μέχρι σήμερα ο οργανισμός για τις υπηρεσίες που προσφέρθηκαν μέσω του ΓεΣΥ σε τραυματίες τροχαίων δυστυχημάτων, θα γίνει διαπραγμάτευση.
Από τη διαπραγμάτευση αυτή θα καθοριστεί και το συνολικό ποσό που οι ασφαλιστικές εταιρείες θα καταβάλλουν, συνολικά κάθε χρόνο στον ΟΑΥ ως αποζημίωση. Με απλά λόγια, από την κοστολόγηση των υπηρεσιών αυτών, θα προκύψει ένα ποσό το οποίο οι ασφαλιστικές εταιρείες θα καταβάλλουν συνολικά μέσω του Συνδέσμου τους, στον ΟΑΥ σε ετήσια βάση.
Όπως ανέφερε ο ανώτερος λειτουργός του ΟΑΥ, Άγγελος Τρίπης, ο οργανισμός αυτή τη στιγμή βρίσκεται πολύ κοντά στην ολοκλήρωση της διαδικασίας υπολογισμού του κόστους των υπηρεσιών που έχουν προσφερθεί μέσω του ΓεΣΥ και το τελικό ποσό θα τεθεί ενώπιον του Συνδέσμου Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου. «Κάναμε κάποιες επαφές. Θεωρώ ότι μπορούμε να βρούμε λύση. Είμαστε στο στάδιο που ολοκληρώνουμε τους υπολογισμούς μας για το ποσό που πρέπει να επιστραφεί στην ουσία από τις ασφαλιστικές εταιρείες στο Ταμείο του ΓεΣΥ», είπε και επεσήμανε ότι «για να γίνει σωστός υπολογισμός πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά δεδομένα, όπως αυτά αποτυπώνονται στο λογισμικό του ΓεΣΥ».
Ο γενικός διευθυντής του ΣΕΑΚ, Ανδρέας Αθανασιάδης, εξήγησε ότι «θα ήταν τεράστιος ο φόρτος εργασίας αλλά και το διοικητικό κόστος εάν λέγαμε ότι ο ΟΑΥ, κατόπιν εξουσιόδοτησης που θα του δινόταν από έκαστο δικαιούχο, υπέβαλλε αίτημα για αποζημίωση από την ασφαλιστική εταιρεία που θα εμπλέκεται στην κάθε περίπτωση. Αυτό δεν θα ήταν δυνατό να γίνει». Για αυτό, εξήγησε, «όταν ολοκληρώσει ο ΟΑΥ τη διαδικασία που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη θα δούμε τα δεδομένα και θα καταλήξουμε σε μια λύση».
Ο κ. Αθανασιάδης, παραδέχθηκε ότι «από την έναρξη της εφαρμογής του ΓεΣΥ και μετά τα πράγματα άλλαξαν. Προ ΓεΣΥ είπε, τα νοσηλευτήρια τα οποία εξυπηρετούσαν τους τραυματίες, δημόσια ή ιδιωτικά, υπέβαλλαν, κατά τις συνήθεις διαδικασίες, αίτημα για αποζημίωση και κάθε ασφαλιστική εταιρεία αποζημίωνε». Με την εφαρμογή του ΓεΣΥ, είπε, αυτό σταμάτησε στην ουσία να γίνεται, διότι τα νοσοκομεία αποζημιώνονται από τον ΟΑΥ και πρόσθεσε ότι ο Σύνδεσμος και οι ασφαλιστικές εταιρείες, όταν εντοπίστηκε το πρόβλημα συμφώνησαν με τον ΟΑΥ ότι πρέπει το συγκεκριμένο ζήτημα να διευθετηθεί.
Σε δηλώσεις της, μετά τη συνεδρίαση η πρόεδρος της επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, ανέφερε ότι «είναι γεγονός ότι εντοπίζεται ένα κενό. Δηλαδή, όταν γίνεται ένα ατύχημα, το κόστος νοσηλείας επιβαρύνει τον ΟΑΥ αντί την ασφαλιστική εταιρεία, διότι ο οδηγός υποχρεωτικά καταβάλλει ασφάλιστρα στην ασφαλιστική εταιρεία για να εξασφαλίζει την απαραίτητη κάλυψη. Αυτό πρέπει να ρυθμιστεί με κάποιο τρόπο.
Καλέσαμε τόσο τον ΟΑΥ όσο και τις ασφαλιστικές εταιρείες για να γίνει διαβούλευση. Οι διαβουλεύσεις προχωρούν και φαίνεται ότι θα συμφωνήσουν. Μας δόθηκε ένας αριθμός από πλευράς ΟΚΥπΥ ότι 1.500–2.000 κλήσεις μηνιαίως γίνονται αποκλειστικά για τροχαία ατυχήματα και στην πιο καλή περίπτωση τα περιστατικά αυτά στοιχίζουν γύρω στα €400 το κάθε ένα».
Αναφέρεται ότι η επιτροπή έδωσε χρόνο δύο μηνών στις δύο πλευρές για να προχωρήσουν στη μεταξύ τους διαβούλευση και να καταλήξουν σε συμφωνία. Παράλληλα, ο ΟΑΥ δεσμεύτηκε να ενημερώσει την επιτροπή για το τελικό ποσό στο οποίο θα καταλήξει η διαδικασία που τώρα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.
Δεν ασφαλίζουν τους υπαλλήλους τους
Αντίστοιχο πρόβλημα φαίνεται να υπάρχει και με τις αποζημιώσεις που αφορούν την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη τραυματιών από εργατικά ατυχήματα. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, τα πράγματα φαίνεται ότι είναι κάπως πιο περίπλοκα, αφού όπως κατήγγειλε ο γενικός διευθυντής του ΣΕΑΚ, οι περισσότεροι εργοδότες, ενώ είναι υποχρεωμένοι, δεν ασφαλίζουν τους υπαλλήλους τους.
Αυτό, σημαίνει ότι τα όποια δεδομένα προκύψουν από το λογισμικό του ΓεΣΥ δεν θα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αφού, όπως λέχθηκε, «εάν για παράδειγμα έτυχαν εξυπηρέτησης από τα νοσοκομεία 500 τραυματίες από εργατικά ατυχήματα, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ανασφάλιστοι και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα αποζημίωσης τους από τις ασφαλιστικές εταιρείες».
Ο κ. Αθανασιάδης, σημείωσε ότι «η μη συμμόρφωση των εργοδοτών είναι το ένα ζήτημα. Το δεύτερο αφορά την έλλειψη ελέγχου από το κράτος στους εργοδότες οι οποίοι πρέπει να ασφαλίζουν τους υπαλλήλους τους».
Στις δηλώσεις της, η πρόεδρος της επιτροπής, αναφέρθηκε και στο συγκεκριμένο ζήτημα: «Όσον αφορά στα εργατικά ατυχήματα υπήρξε μια καταγγελία ότι παρά το γεγονός ότι ο νόμος προβλέπει για ασφάλιση των εργαζομένων, δεν υπάρχει πλήρης συμμόρφωση και δεν υπάρχει και σχετικός έλεγχος για την συμμόρφωση των εργοδοτών».
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης οι βουλευτές μέλη της κοινοβουλευτικής επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συζήτησαν το κατά πόσον πρέπει να ζητηθούν εξηγήσεις ή/και στοιχεία από το αρμόδιο υπουργείου Εργασίας για να καταστεί δυνατή η αποτύπωση της πραγματικής εικόνας.
Πηγή: Philenews