Τι συμβαίνει στη Γεωργία; Αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, αλλά νομίζω ότι πρόκειται για τη στιγμή που η κυβέρνηση μιας λειτουργούσας δημοκρατίας ξεφεύγει από τα όρια της νομιμότητας οδεύοντας προς την απολυταρχία.
Αυτή η μετάβαση μπορεί να είναι δύσκολο να εντοπιστεί σε πραγματικό χρόνο. Η διακυβέρνηση νέων κρατών τείνει συχνά να είναι περίπλοκη, και ακόμη και τα αυταρχικά καθεστώτα διεκδικούν δημοκρατική νομιμότητα, όπως το καθεστώς που έχει αναπτύξει ο Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν στη Ρωσία και αυτό του Προέδρου Σι Τζινπίνγκ στην Κίνα. Ωστόσο, κάποια στιγμή, αυτές οι αξιώσεις χάνουν το νόημά τους. Αυτό συμβαίνει στη Γεωργία.
Είναι αρκετά εύκολο να το καταλάβει κανείς όταν ένας αντιδημοφιλής ηγέτης, όπως ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας Γιουν Σουκ Γιολ, κηρύσσει στρατιωτικό νόμο χωρίς πραγματικό λόγο. Η προσπάθειά του στις 3 Δεκεμβρίου για κάτι που ισοδυναμούσε με συνταγματικό πραξικόπημα απέτυχε και τώρα βρίσκεται αντιμέτωπος με αποπομπή.
Ωστόσο, αν αυτό είναι το πολιτικό ισοδύναμο μιας ανοιχτής κήρυξης πολέμου, οι εξελίξεις στη Γεωργία μοιάζουν περισσότερο με υβριδικό πόλεμο, όπου η υπονόμευση θεσμών και δικαιωμάτων είναι συγκεκαλυμμένη και διεξάγεται στο όνομα αυτών.
Το σημείο καμπής ήρθε αυτή την εβδομάδα, όταν οι Αρχές στην πρωτεύουσα, την Τιφλίδα, έδωσαν εντολή στην αστυνομία να εφορμήσει στα κεντρικά γραφεία των κομμάτων της αντιπολίτευσης, να πάρει τα αρχεία τους και να συλλάβει έναν αρχηγό κόμματος που είχε το θράσος να αντιταχθεί. Αξιωματικοί ασφαλείας περίμεναν επίσης πολιτικούς ακτιβιστές έξω από τα σπίτια τους και τους έβαζαν σε αυτοκίνητα, προφανώς για να τους συλλάβουν. Τέτοιου είδους ενέργειες συναντάμε σε μια αστυνομοκρατία.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να δικαιολογήσει την κίνηση αυτή λέγοντας ότι είχε πληροφορίες ότι τα συγκεκριμένα άτομα σχεδίαζαν βίαιη εξέγερση, χαρακτηρίζοντας τις επιδρομές και τις συλλήψεις “προληπτικές”. Αυτό δεν είναι, φυσικά, αδύνατο – ακόμη και οι πιο ανεπτυγμένες δημοκρατίες δυσκολεύονται συχνά με τον έλεγχο του πλήθους. Ωστόσο, είναι επίσης εξαιρετικά απίθανο, δεδομένου του ιστορικού πεπραγμένων της κυβέρνησης.
Για αρχή, έχει φυλακίσει τον μοναδικό Γεωργιανό ηγέτη που αναγνώρισε ποτέ την ήττα του σε εκλογές και παρέδωσε την εξουσία σε μια ειρηνική μετάβαση – τον πρώην πρόεδρο Μιχαήλ Σαακασβίλι – και φαίνεται να έχει “πετάξει” το κλειδί.
Λαμβάνειεπίσης εντολές από έναν μη εκλεγμένο πολυεκατομμυριούχο, τον Μπιτζίνα Ιβανισβίλι, ο οποίος έχτισε την περιουσία του στη Ρωσία. Προεδρεύει και χρηματοδοτεί το κυβερνών κόμμα Γεωργιανό Όνειρο. Φέτος, υιοθέτησε επίσης ολόκληρο το συνωμοσιολογικό, αντιδυτικό αφήγημα του Κρεμλίνου, το οποίο τώρα παπαγαλίζει με ζήλο η κυβέρνησή του. Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάζει τις διαδηλώσεις – από τις μεγαλύτερες που έχει ζήσει ποτέ η χώρα – ως έργο ξένων πρακτόρων και βίαιων σαμποτέρ.
Στη συνέχεια, υπάρχουν και τα συνταγματικά ζητήματα. Η πρόεδρος Σαλομέ Ζουραμπισβίλι, ο ρόλος της οποίας είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό συμβολικός, ζήτησε από το συνταγματικό δικαστήριο της Γεωργίας να επανεξετάσει τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 26ης Οκτωβρίου, καταγγέλλοντας την αποτυχία διεξαγωγής της ψηφοφορίας σε εκλογικά τμήματα του εξωτερικού, περιστατικά εξαγοράς ψήφων και παραβίασης της μυστικότητας της ψηφοφορίας. Το δικαστήριο – με δύο αντίθετες γνώμες – απέρριψε την υπόθεση στις 3 Δεκεμβρίου, για λόγους κυρίως δικαιοδοσίας, αναφέροντας ότι δεν εξέτασε την ουσία των αποδεικτικών στοιχείων.
Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα των εκλογών, το Γεωργιανό Όνειρο κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 54% έναντι 38% του συνδυασμού της αντιπολίτευσης. Στις 14 Δεκεμβρίου, η Ζουραμπισβίλι θα υποβληθεί σε νέα εκλογική διαδικασία, αλλά για πρώτη φορά το αποτέλεσμα θα κριθεί από τη λαϊκή ψήφο, αλλά από ένα εκλεκτορικό σώμα. Οι μισοί από τους 300 εκλέκτορες θα είναι μέλη του κοινοβουλίου, οπότε είναι πολύ πιθανό να χάσει. Η ίδια δήλωσε ότι δεν θα παραιτηθεί, καθώς εκτιμά ότι το κοινοβούλιο δεν έχει καμία νομιμότητα.
Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε την αλήθεια πίσω από τις κατηγορίες για νοθεία χωρίς τη διεξαγωγή μιας ανεξάρτητης έρευνας, η οποία δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί και είναι πιθανό να μην γίνει ποτέ. Με ένα μη δεσμευτικό ψήφισμα στις 28 Νοεμβρίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε την επανάληψη της ψηφοφορίας. Σε απάντηση, ο πρωθυπουργός Ιρακλί Κομπαχίτζε ανέστειλε τις συνομιλίες για την ένταξη της Γεωργίας στην ΕΕ μέχρι το 2028, προκαλώντας το σημερινό μαζικό κύμα διαμαρτυρίας.
Σε αυτό το σημείο είναι που νομίζω προδίδεται η προσπάθεια της κυβέρνησης να παριστάνει την δημοκρατική. Το Γεωργιανό Όνειρο κατέβηκε στις εκλογές υποστηρίζοντας ότι ένα Παγκόσμιο Κόμμα Πολέμου ανάγκασε την Ουκρανία να πολεμήσει τη Μόσχα και τώρα προσπαθεί να κάνει το ίδιο και στη Γεωργία. Το κόμμαεξέφρασε υποκριτικά τις επιδιώξεις του έθνους να ενταχθεί στην ΕΕ — ο πραγματικός λόγος για τον οποίο η Ρωσία στράφηκε κατά της Ουκρανίας το 2014 — καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν συστηματικά ότι πάνω από το 80% του πληθυσμού δηλώνει επιθυμεί την ένταξη. Και παρ’ όλα αυτά, κάθε κίνηση που έχει κάνει τον τελευταίο χρόνο φαίνεται να έχει σχεδιαστεί ώστε να εξασφαλίσει ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει καμία επιρροή στην εξωτερική πολιτική, οπότε το ψήφισμά του ήταν συμβολικό. Ωστόσο, ο Κομπαχίτζε χρησιμοποίησε αυτή την κίνηση για να δικαιολογήσει την απόφασή του να θάψει τις επιθυμίες του ίδιου του εκλογικού του σώματος, υποκλινόμενος στο αφεντικό του Ιβανισβίλι και στη Μόσχα. Στη δήλωσή του, μέσω της οποίας ανακοίνωσε την αναβολή, συνέχισε να προσποιείται τη δέσμευσή του στον τελικό στόχο της ένταξης στην ΕΕ, ο οποίος περιλαμβάνεται στογεωργιανό Σύνταγμα, αλλά το πέπλο έπεσε.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Γεωργιανοί πρεσβευτές παραιτούνται από τις θέσεις τους και οι δρόμοι των πόλεων της χώρας γεμίζουν κάθε βράδυ από νεαρούς διαδηλωτές, οι οποίοι βλέπουν τις ελπίδες τους για το μέλλον να απομακρύνονται. Το να απορρίπτει κανείς αυτούς τους ανθρώπους ως αποτέλεσμα εξωτερικής εργαλειοποίησης ή ως εγκληματίες, όπως έκανε η κυβέρνηση, είναι βαθύτατη και εξαιρετικά κυνική προσβολή. Αγωνίζονται για να πετύχουν αυτό που το κυβερνών κόμμα ισχυρίζεται ότι επιθυμεί, αλλά προφανώς δεν θέλει.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου
BloombergOpinion
Πηγή: philenews.com