Table of Contents
Ο πληθωρισμός στην Ευρώπη πέφτει – στην Ευρωζώνη βρίσκεται ήδη στο 1,7% δηλαδή κάτω από το ανώτατο αποδεκτό όριο 2% – τα επιτόκια επίσης βρίσκονται σε πτωτική πορεία, αλλά η ακρίβεια επιμένει.
Κυνηγούν τις προσφορές και τις εκπτώσεις
Ευλόγως οι καταναλωτές σφίγγουν το ζωνάρι και περιορίζουν τις αγορές μη βασικών αγαθών, όπως είναι τα ρούχα, τα σνακ και το αλκοόλ, ενώ για τα βασικά στρέφονται σε προϊόντα ετικέτας και κυνηγούν τις προσφορές και τις εκπτώσεις. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα έρευνας που διενήργησε σε πέντε μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες η Boston Consulting Group (BCG).
Το γεγονός ότι οι ερωτηθέντες κατοικούν σε υπερ-ανεπτυγμένες οικονομίες της Βορειοδυτικής Ευρώπης με συγκριτικά πολύ υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ γεννά την υπόνοια ότι το πρόβλημα της ακρίβειας είναι ακόμα οξύτερο για τα νοικοκυριά στην Κεντρική και Νότια Ευρώπη.
Η έρευνα του αμερικανικού ομίλου συμπεριέλαβε 7.000 καταναλωτές στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, τη Γερμανία και τη Γαλλία, στις σκανδιναβικές Δανία και Σουηδία που μετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά όχι και στην Ευρωζώνη, και επίσης στην αυτοεξαιρεθείσα από την ΕΕ Βρετανία.
Στριμώγματα
Όπως φάνηκε στην έρευνα, το 73% των Ευρωπαίων έχει αισθανθεί «στο πετσί» του την ακρίβεια σε αγαθά και υπηρεσίες το πρώτο εξάμηνο του έτους. Πολλοί παραπονούνται ότι το εισόδημά τους δεν επαρκεί για να καλύψουν τις ανάγκες τους και ότι δυσκολεύονται ή και αδυνατούν να αποταμιεύσουν χρήματα. Ειδικότερα, το 25% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι το εισόδημά του μειώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2024, ενώ το 28% δήλωσε ότι δεν αποταμίευσε στο βαθμό που επιθυμούσε και είχε προγραμματίσει.
Για να αντισταθμίσουν τη δυσκολία να καταναλώσουν και να αποταμιεύσουν, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές περιορίζουν τις δαπάνες τους σε μη βασικά προϊόντα και για τα βασικά κυνηγούν τις προσφορές. Τα ρούχα σε ποσοστό 20%, τα σνακ σε ποσοστό 15% και το αλκοόλ σε ποσοστό επίσης 15% είναι οι συγκεντρωτικές κατηγορίες προϊόντων την αγορά των οποίων, κατά δήλωσή τους, περιορίζουν οι καταναλωτές.
«Παραδόξως η καθαρή μείωση των δαπανών για προϊόντα πολυτελείας δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο ήταν για την ένδυση και την υπόδηση. Η πιθανή εξήγηση έγκειται στην παρουσία δύο εκ διαμέτρου αντίθετων κατηγοριών καταναλωτών: οι μεν ανήκουν σε μια ομάδα πιο ευάλωτη στις ανατιμήσεις, η οποία μείωσε τις δαπάνες της κατά 35% το πρώτο εξάμηνο του 2024 και οι δε ανήκουν σε μια πιο ανθεκτική ομάδα, η οποία αύξησε τις δαπάνες της κατά 22%», αναφέρουν οι ερευνητές της BCG.
«Κάτι που θα μείνει»
Η δεύτερη αυτή καταναλωτική ομάδα χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό «από αγορές προϊόντων υψηλότερης ποιότητας ή επώνυμων και ακριβότερων εμπορικών σημάτων», σημειώνεται στη European Consumer Sentiment Report 2024. Και οι μέτριας αγοραστικής δύναμης καταναλωτές ωστόσο, οι οποίοι τοποθετούνται στη λεγόμενη μεσαία εισοδηματική τάξη, φαίνεται πως προτιμούν να αγοράζουν λιγότερα σε αριθμό προϊόντα αλλά υψηλής ποιότητας – προϊόντα που διαρκούν στο χρόνο και στη χρήση, θα λέγαμε.
«Καθώς οι καταναλωτές σφίγγουν το ζωνάρι τους γίνονται πιο επιλεκτικοί σχετικά με το τι αγοράζουν και από πού», αποφαίνεται ο Αντρέας Μόλμπαϊ, επικεφαλής του Τμήματος Καταναλωτών της BCG στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τη Νότια Αμερική, ο οποίος διηύθυνε την έρευνα και συνυπογράφει την έκθεση.
Ο Μόλμπαϊ εξήγησε ότι «τα επώνυμα προϊόντα που συμπεριλαμβάνονται στις κατά τόπους εκπτωτικές προσφορές, η δυναμική τιμολόγηση των προϊόντων και η υπερ-εξατομίκευσή τους θα κερδίσουν τη μάχη της αγοράς και θα συγκεντρώσουν τη μερίδα του λέοντος από το χρήμα που δαπανά ο καταναλωτής».
Επιβεβαιώνεται δηλαδή στις «πλούσιες αγορές» του ευρωπαϊκού Βορρά η παλαιά ρήση του Νότου και της Ανατολής «το ακριβό είναι τελικά φτηνό». Κι αυτό σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στο κρατούν καταναλωτικό μοντέλο, δεδομένου ότι η περιβαλλοντική προπαγάνδα στη Βόρεια Ευρώπη έχει δαιμονοποιήσει την υπερκατανάλωση.
Δυσαρέσκεια για την πολιτική
Η έρευνα της BCG κατέγραψε επίσης μια αυξημένη ανησυχία των Ευρωπαίων – που φαίνεται ότι αγγίζει τα όρια της δυσαρέσκειας – για τις πολιτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις στις χώρες τους. Πρόκειται για μιαν ανησυχία που ξεπερνά σαφώς εκείνη για την προσωπική τους κατάσταση, δηλαδή για τη σωματική και ψυχική τους υγεία, για την προσωπική τους οικονομική σταθερότητα και ευημερία και για την ασφάλεια που νιώθουν για το μέλλον.
Εκείνο που ανησυχεί δηλαδή περισσότερο τους Γερμανούς, τους Γάλλους, τους Σουηδούς, τους Δανούς και τους Βρετανούς είναι οι διεθνείς εξελίξεις και βεβαίως τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» των πατρίδων τους. Τους απασχολούν οι εξελίξεις στη διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή και τα θέματα διεθνούς ασφάλειας – κάτι που έχει προφανώς να κάνει με τη γενικότερη γεωπολιτική αποσταθεροποίηση των τελευταίων ετών και βέβαια με τον πόλεμο που μαίνεται εδώ και σχεδόν δύο χρόνια στην Ουκρανία, σε ευρωπαϊκά δηλαδή εδάφη.
Ειδικότερα, οι Ευρωπαίοι σε ποσοστό 57% δήλωσαν ότι ανησυχούν περισσότερο για την πολιτική κατάσταση στη χώρα τους, ενώ σε μικρότερο ποσοστό (49%) δήλωσαν ανήσυχοι κυρίως για τα οικονομικά μελλούμενα. Αντίθετα, μόνο το 25% των ερωτηθέντων δήλωσε απαισιόδοξο για την προσωπική του οικονομική κατάσταση και ασφάλεια.
Γαλλική μελαγχολία
Οι κάτοικοι των σκανδιναβικών χωρών εμφανίζονται στην έρευνα ελαφρώς πιο ικανοποιημένοι και πιο αισιόδοξοι συγκριτικά με τους άλλους Ευρωπαίους για τη σημερινή κατάσταση και για όσα τους επιφυλάσσει το μέλλον, τόσο σε προσωπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Στους αντίποδες οι Γάλλοι δηλώνουν οι πλέον απογοητευμένοι και προβληματισμένοι τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον και κυρίως για την πολιτική κατάσταση στη χώρα τους.
Τέλος, η έρευνα της BCG έδειξε ότι το περιβαλλοντικό ζήτημα παραμένει σταθερά υψηλά στο ενδιαφέρον και τις ανησυχίες των Βορειοευρωπαίων. Όλοι αναγνωρίζουν τη σημασία της βιωσιμότητας που, θεωρητικά, πρέπει να έχουν όλες οι ανθρώπινες δράσεις. Ωστόσο ελάχιστοι φέρονται διατεθειμένοι να πληρώσουν ένα «ασφάλιστρο» για να συμβάλουν σ’ αυτή τη βιωσιμότητα.
Σχεδόν τέσσερις στους δέκα Ευρωπαίους καταναλωτές δήλωσαν ότι περιστασιακά ή τακτικά σκέφτονται τη βιωσιμότητα του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή όταν ψωνίζουν. Ωστόσο, μόλις το 19% δήλωσε ότι θα πλήρωνε κάτι παραπάνω για να καταναλώσει «πράσινα» προϊόντα και υπηρεσίες.
Πηγή: ToVima.gr