Το αποτέλεσμα ενός “blame game” ανάμεσα στηνΕυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα κρίνει την ανάκαμψη της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομικής οντότητας του πλανήτη, μαζί βέβαια και με όσα θα ακολουθήσουν μετά τις αμερικανικές εκλογές και τις νέες αποφάσεις της Κίνας.
Την προηγούμενη Τετάρτη, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ –μία ημέρα πριν από τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της περασμένης Πέμπτης– έδωσε το “μήνυμά” της, μετριάζοντας τις προσδοκίες. Είπε συγκεκριμένα ότι η ανάκαμψη της Ευρωζώνης θα πρέπει να οδηγηθεί κυρίως από την εφαρμογή των οδηγιώνπου δίνει η έκθεση Ντράγκι και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και πολύ λιγότερο από τις μειώσεις των επιτοκίων του ευρώ.
Αυτός είναι ο λόγος που ανακοίνωσε μεν τη μείωση των επιτοκίων κατά 0,25%, χωρίς όμως να ανοίγει τα χαρτιά της για το μέλλον. Τούτο, μάλλον γνωρίζοντας τις υπερβολικές προσδοκίες που έχουν αρχίσει να δημιουργούνται, ότι κάποια από τις επόμενες μειώσεις επιτοκίων θα είναι της τάξης του 0,5%. Όπως είπε, ο πληθωρισμός στη Ζώνη του Ευρώ υποχώρησε μεν στο 1,7% τον Σεπτέμβριο, αλλά υπάρχουν ενδείξεις για νέα άνοδο τους επόμενους μήνες, πριν σταθεροποιηθεί κοντά στο 2% το 2025.
Ωστόσο, στην ερώτηση για τον εάν η ΕΚΤ ενδιαφέρεται περισσότερο για την πορεία του πληθωρισμού ή την οικονομική ανάπτυξη, έδωσε μια διπλωματική απάντηση. Είπε ότι η κεντρική τράπεζα του ευρώ ενδιαφέρεται για τον πληθωρισμό, ο οποίος διαμορφώνεται και από την οικονομική ανάπτυξη. Πάντως απέκλεισε προς το παρόν το ενδεχόμενο να έχουμε ύφεση της Ευρωζώνης, λόγω του προβλήματος της Γερμανίας, υπενθυμίζοντας ότι η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη είναι ασύμμετρη και θα έχει ως “καύσιμο” τις αυξήσεις των μισθών.
Με δύο λόγια, η επικεφαλής της ΕΚΤ γνωρίζει και ανησυχεί (όπως όλα τα μέλη του Δ.Σ.) και για την επιβράδυνση της Ευρωζώνης, αλλά και για το πρόβλημα αναχρηματοδότησης που θα αντιμετωπίσουν οι χώρες με υψηλό χρέος. Έδειξε όμως ότι δεν δέχεται η προσπάθεια ανάκαμψης να εξαρτηθεί αποκλειστικά από τη μείωση των επιτοκίων και την εν γένει χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Το πρόβλημα είναι μεγάλο
Την ίδια ώρα, σε επίπεδο κρατών, από τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης η μία (η Γερμανία) διάγει το δεύτερο συνεχόμενο έτος ύφεσης, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία προσβλέπουν σε οριακή ανάπτυξη το 2024. Σε επίπεδο ουσιαστικών διαβουλεύσεων για τη δυνατότητα συμφωνίας σε ένα πακέτο ανάπτυξης, με τη μορφή ενός Ταμείου Ανάκαμψης ΙΙ και μιας κοινής προσπάθειας για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας, αυτές έχουν παγώσει από τις ευρωεκλογές και είναι ερώτημα εάν και πώς θα επανεκκινήσουν.
Σε πρακτικό επίπεδο η Γερμανία ανακοίνωσε πρόσφατα ότι το 2024 θα είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ύφεσης, με την οικονομική συρρίκνωση να φτάνει φέτος το 0,2%, έναντι ύφεσης 0,3% το 2023. Για το 2025 η προσδοκία είναι να πετύχει, στην καλύτερη περίπτωση, ανάπτυξη της τάξης του 1%, αν βρεθεί εναλλακτική λύση που θα μειώνει το κόστος της ενέργειας, το οποίο έχει “γονατίσει” την άλλοτε κραταιά γερμανική βιομηχανία.
Η Ιταλία θα πρέπει να προσπαθήσει πολύ για να αντλήσει από τις αγορές τα περίπου 700 δισ. ευρώ που απαιτεί η αναχρηματοδότηση του χρέους της, το οποίο φτάνει πλέον τα 2,7 τρισ. ευρώ (138% του ΑΕΠ), ενώ οι προοπτικές είναι αρνητικές, αφού το 2024 και το 2025 το χρέος, χωρίς πρόσθετες περικοπές, θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Ανάλογα προβλήματα έχει πλέον και η Γαλλία, η οικονομία της οποίας εκτός από την υποβόσκουσα πολιτική κρίση, πάσχει από ένα έλλειμμα που αναμένεται φέτος να ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ και ένα χρέος το οποίο φτάνει το 118% του ΑΕΠ της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης. Την ίδια ώρα, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας των τριών “μεγάλων” της Ευρωζώνης θα προσεγγίσει μετά βίας το 1%.
Με άλλα λόγια, οι τρεις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης θα κληθούν να πληρώνουν επιτόκια, τα οποία δεν θα αντέχει η οικονομία τους. Στην ίδια κατηγορία θα βρεθεί και ο υπόλοιπος ευρωπαϊκός Νότος (Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα), ο οποίος έχει καλύτερες επιδόσεις από τον ευρωπαϊκό Βορρά.
Η Ελλάδα περισώζεται από τα υψηλά επιτόκια, από το γεγονός ότι το ετήσιο δανειακό πρόγραμμα τόσο για το 2024 όσο και για το 2025 δεν θα ξεπερνάει τα 8-10 δισ. ευρώ, λόγω και των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που πετυχαίνει η οικονομία.
Η πραγματική οικονομία
Χωρίς να έχει συζητηθεί καν ένα πακέτο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας όπως του IRA των ΗΠΑ και του αντίστοιχου της Κίνας, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στρέφουν τις επενδύσεις τους εκτός Ευρώπης, συρρικνώνοντας τις πιθανότητες ταχείας ανάκαμψης για την Ε.Ε. Το μεγάλο πρόβλημα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Ε.Ε. θα είναι ότι θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν ή να αναχρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους, με υψηλά επιτόκια, βάζοντας σε κίνδυνο θέσεις εργασίας.
Στην Ελλάδα μετά την πολυετή κρίση ο ρυθμός εκταμίευσης δανείων είναι ούτως ή άλλως χαμηλός, με 8 στις 10 μικρομεσαίες επιχειρήσεις να διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι δεν μπορούν να πετύχουν εύκολα τραπεζικό δανεισμό.
Στην κατεύθυνση αυτή έχουν εκπονηθεί εγγυοδοτικά προγράμματα με βάση κονδύλια του ΕΣΠΑ και του ΤΑΑ ύψους περίπου 7 δισ. ευρώ για όσες από αυτές διατηρούν ένα τραπεζικό προφίλ. Επίσης υπάρχουν και τα δάνεια ύψους 17,2 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, μέσω των οποίων μπορούν να χρηματοδοτηθούν νέες επενδύσεις. Επιπλέον, η επίδραση των υψηλών επιτοκίων στη διαχείριση ελληνικού χρέους παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη.
Ο κίνδυνος από μια παρατεταμένη επιβράδυνση της Ευρώπης για την Ελλάδα εντοπίζεται στο πλήγμα που δέχεται στις εξαγωγές αγαθών και κυρίως υπηρεσιών μέσω της πιο ισχυρής βιομηχανίας της χώρας, του τουρισμού, αφού από τις χώρες της Ευρωζώνης και τη Μεγάλη Βρετανία προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής κίνησης.
Capital.gr
Πηγή: philenews.com