Έχει συμβεί πολλές φορές να ψηφιστεί με πρωτοβουλία της Βουλής μια πρόταση νόμου που προβλέπει αυξημένες δαπάνες από την εκτελεστική εξουσία, αλλά ο νέος νόμος να υπογραφεί από τον Πρόεδρο και να τεθεί σε ισχύ.
Και έχει συμβεί αρκετές φορές να ψηφιστεί μια τέτοια πρόταση νόμου, που αυξάνει τα έξοδα της Κυβέρνησης και είτε να αναπεμφθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είτε να αναφερθεί στο Ανώτατο, με την ελπίδα (του Προέδρου) να ακυρωθεί.
Και στις δύο περιπτώσεις είναι αποδεκτό από τη μεγάλη πλειοψηφία -νομικών και άλλων- ότι οι προτάσεις νόμου είναι τύποις αντισυνταγματικές. Διότι το σύνταγμα δεν επιτρέπει στη Βουλή να αυξάνει τα κυβερνητικά έξοδα. Ο καθορισμός των δαπανών είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας.
Γιατί λοιπόν κάποτε κάποιες προτάσεις νόμου που είναι αντισυνταγματικές, αφού βάζουν σε έξοδα την Κυβέρνηση, γίνονται δεκτές και υπογράφονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και άλλες φορές εξανίσταται ο Πρόεδρος και ζητά είτε την τροποποίηση του νόμου, είτε την πλήρη ακύρωσή του;
Το μόνο που διαφέρει μεταξύ των δύο κατηγοριών αντισυνταγματικών (εκ πρώτης) προτάσεων νόμου είναι η στάση -επί της ουσίας- που επιλέγει να τηρήσει έναντί τους η εκάστοτε Κυβέρνηση.
Αν η Κυβέρνηση συμφωνεί με τον σκοπό της αντισυνταγματικής πρότασης νόμου και δεν έχει πρόβλημα να αυξήσει τις δαπάνες της για να υλοποιηθεί η πρόταση (ο νέος νόμος), τότε η πρόταση υπογράφεται από τον Πρόεδρο και τίθεται σε ισχύ. Και δεν είναι αντισυνταγματική.
Αν όμως ο εκάστοτε Πρόεδρος διαφωνεί με τον σκοπό μιας αντισυνταγματικής πρότασης -δαπανηρής για το κράτος, έξω από τον προϋπολογισμό- ή διαφωνεί με τις επί μέρους ρυθμίσεις που αυτή θεσπίζει, τότε δεν υπογράφει την πρόταση (τον νέο νόμο) και η πρόταση γίνεται τύποις και κατ’ ουσίαν αντισυνταγματική, κάτι που κατά κανόνα επιβεβαιώνει το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντάς την, μετά από αναφορά του Προέδρου.
Χθες, λοιπόν, όταν αποφάσισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να απαντήσει στον διαμαρτυρόμενο Αβέρωφ Νεοφύτου επειδή έγινε αναφορά στο Ανώτατο για ακύρωση του νόμου που ψηφίστηκε από τη Βουλή για σταδιακή αποζημίωση των κουρεμένων του 2013, ο κ. Λετυμπιώτης έχω την άποψη ότι δεν μας ανέλυσε τον πραγματικό λόγο που ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης αρνήθηκε να υπογράψει τον νόμο.
Είναι ξεκάθαρο πως ο κ. Χριστοδουλίδης δεν αρνήθηκε να θέσει τον νόμο σε ισχύ επειδή είναι αντισυνταγματικός. Αν συμφωνούσε ο Πρόεδρος με την ουσία και τις ρυθμίσεις του νόμου και τον υπέγραφε, κανένα θέμα αντισυνταγματικότητας δεν θα υπήρχε. Διότι δεν θα έθετε θέμα πρόσθετων (ανεπιθύμητων) δαπανών. Αυτό άλλωστε έγινε πολλές φορές: Ψηφίζει νόμο η Βουλή για παροχές (κοινωνικές ή άλλες), που προϋποθέτουν αύξηση δαπανών από την Κυβέρνηση, αλλά ο Πρόεδρος δεν τον αναπέμπει και δεν τον αναφέρει. Τον υπογράφει και όλοι μαζί, ο καθένας από το μετερίζι του, καυχιέται για την κοινωνική του ευαισθησία. Μία τύποις αντισυνταγματική πρόταση γίνεται συνταγματική, επειδή συμφωνεί η Κυβέρνηση με την ουσία της πρότασης και την υιοθετεί έμπρακτα.
Τώρα λοιπόν που ο Πρόεδρος απέρριψε τις -κατά μεγάλη πλειοψηφία- αποφάσεις της Βουλής για τους κουρεμένους, θα πρέπει να μας πει ο ίδιος ή ο κ. Λετυμπιώτης ή άλλος εκπρόσωπός του «πού διαφωνεί». Με ποιο τμήμα της πρότασης Αβέρωφ διαφωνεί και τι εναναλλακτική εισήγηση έχει. Διότι διαφωνεί επί της ουσίας. Διαφορετικά, ο νόμος θα δημοσιευόταν με υπογραφή του Προέδρου στην Επίσημη Εφημερίδα και ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Θα μπορούσε να αξιοποιήσει και μια άλλη εναλλακτική η Κυβέρνηση: Αν τόσο πολύ τυπολάτρης θέλει να εμφανίζεται ο Πρόεδρος, θα μπορούσε -αν δεν διαφωνεί επί της ουσίας- να καταθέσει η Κυβέρνηση ως νομοσχέδιο την πρόταση Αβέρωφ και όλα μια χαρά. Κανένα θέμα αντισυνταγματικότητας.
Πηγή: philenews.com