Στο χρονικό σημείο που βρισκόμαστε καθορίζεται το ενεργειακό μέλλον της χώρας. Σε ποιες τιμές θα πληρώνουμε το ρεύμα την επόμενη δεκαετία, ποιο θα είναι το ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων, πού επηρεάζει τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών. Οι πολίτες έχουν ακούσει μέχρι σήμερα, την τελευταία διετία, αρχικά για κατεπείγουσα πράσινη μετάβαση, στη συνέχεια – μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία – για ενεργειακή απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και συνακόλουθη ανάπτυξη σταθμών υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου και ύστερα για την Ελλάδα – ενεργειακό κόμβο. Από μόνα τους όλα αυτά είναι δυσνόητα και εν πολλοίς αλληλοσυγκρουόμενα.
Συνδέοντας τις «τελείες», βλέπουμε ότι τη μεγάλη αισιοδοξία – από τις ρυπογόνες και πανάκριβες μορφές ενέργειας (λόγω των τελών ρύπων), όπως ο λιγνίτης, θα πηγαίναμε με μεγάλη ταχύτητα στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας – διαδέχτηκαν η απαισιοδοξία και ο φόβος ακόμα και για την επάρκεια ρεύματος που έφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Το πρόβλημα ωστόσο κράτησε λίγο. Το διαφαινόμενο αρχικά τεράστιο ενεργειακό πρόβλημα εξελίχτηκε, με τη βοήθεια και του… καιρού (ελαφρείς χειμώνες) αλλά και πολλών δισεκατομμυρίων που έπεσαν στις οικονομίες από επιδοτήσεις και επενδύσεις, σε… περίπατο. Γρήγορα επέστρεψε η αισιοδοξία για χαμηλές τιμές ενέργειας σε μακροχρόνιο επίπεδο, δεδομένων της μείωσης των κινδύνων και της επιτάχυνσης εισόδου στο ενεργειακό μείγμα πολλών μορφών ενέργειας που παράγουν φτηνό ρεύμα. Το πόσο φτηνό θα είναι το ρεύμα σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο θα κριθεί από τις αποφάσεις που θα πάρει τώρα η χώρα. Και εδώ είναι το μεγάλο πολιτικό διακύβευμα, δεδομένου του πρωτοφανούς συνωστισμού υποψήφιων επενδυτών και της προσδοκίας που υπάρχει για μεγάλα κέρδη. Μάλιστα οι επενδυτικές προτάσεις και οι επενδύσεις που βρίσκονται στο στάδιο της υλοποίησης ξεπερνούν κατά πολύ τις εγχώριες ανάγκες.
Αυτό το τεράστιο ενδιαφέρον καλείται να το διαχειριστεί η σημερινή κυβέρνηση. Με δεδομένο ότι για την ασφάλεια του συστήματος θα παίξουν ρόλο οι νέας και παλαιότερης τεχνολογίας μονάδες με καύσιμο φυσικό αέριο και θα συνεχίσουν να υπάρχουν ειδικά τους χειμερινούς μήνες τα υδροηλεκτρικά, η επιτυχία του εγχειρήματος θα κριθεί από το μείγμα των έργων ΑΠΕ που θα προτιμηθούν. Από το πώς θα διατεθεί δηλαδή ο διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος. Και το δίλημμα είναι συγκεκριμένο: θα συνεχίσουμε τις τεράστιες επενδύσεις για την αναβάθμιση του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας συνδέοντας αδιακρίτως μονάδες ΑΠΕ ή θα επενδύσουμε σε μονάδες που θα συνδυάζουν την παραγωγή πράσινης ενέργειας με την αποθήκευση;
Η απάντηση κανονικά αποτελεί μονόδρομο, όσο βελτιώνεται η τεχνολογία των μεθόδων αποθήκευσης. Αρκεί να αναφερθεί ότι λόγω της έλλειψης αυτών των μονάδων το 2023 κόπηκαν από το σύστημα, δηλαδή δεν πληρώθηκαν στους παραγωγούς, 228.500 μεγαβατώρες, που αντιστοιχούν στο 1,1% της συνολικής περσινής παραγωγής ρεύματος από ΑΠΕ. Αιολικά και φωτοβολταϊκά παρήγαγαν άφθονη φτηνή ενέργεια την οποία πετάξαμε, καθώς δεν υπήρχαν μονάδες να αποθηκευτεί όταν θα τη χρειαζόμασταν. Οι λύσεις που πρέπει να επιλέξουμε δεν μπορούν να μη λαμβάνουν υπόψη αυτή την πραγματικότητα, όχι μόνο για να είναι βιώσιμες οι επενδύσεις που γίνονται, αλλά για να γίνεται πράξη ο λόγος για τον οποίο γίνονται, που είναι η παραγωγή ενέργειας σε προσιτή τιμή για τους καταναλωτές.