Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που συνέβαλαν στη σημαντική άνοδο του συνολικού πληθωρισμού της ευρωζώνης το 2022 και, μόλις άρχισε να μειώνεται, συνέβαλε και στον αποπληθωρισμό που ακολούθησε. Ο πληθωρισμός των τροφίμων αυξήθηκε σε ένα ιστορικό υψηλό περίπου 15% τον Μάρτιο του 2023, το οποίο ήταν χαμηλότερο μόνο από την προηγούμενη άνοδο του πληθωρισμού στην ενέργεια. Εκτοτε, ο πληθωρισμός των τροφίμων έχει μειωθεί, πέφτοντας στο 5,7% τον Ιανουάριο του 2024, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται πάνω από τον προ της πανδημίας μακροχρόνιο μέσο όρο του 2,1%.
Η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού στα τρόφιμα από τα μέσα του 2021 έως τις αρχές του 2023 παρατηρήθηκε και στις δύο κύριες κατηγορίες: τα επεξεργασμένα και τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα. Τα επεξεργασμένα τρόφιμα αποτελούν το μεγαλύτερο μερίδιο της καταναλωτικής δαπάνης για τρόφιμα (75%), ενώ τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα αντιπροσωπεύουν το υπόλοιπο.
Το φυσικό αέριο και η ηλεκτρική ενέργεια αποτελούν μεγαλύτερο μερίδιο των ενεργειακών εισροών για τα επεξεργασμένα τρόφιμα (περίπου 80%) από ό,τι για τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα (περίπου 50%). Επιπλέον, οι εισροές λιπασμάτων για την παραγωγή μη επεξεργασμένων τροφίμων είναι σχεδόν εξίσου σημαντικές με τις ενεργειακές εισροές. Τέλος, και για τις δύο κατηγορίες τροφίμων, οι ενδιάμεσες εισροές τροφίμων αποτελούν μεγάλο μέρος του κόστους των μη εργασιακών εισροών, πράγμα που σημαίνει ότι οι εξελίξεις των τιμών των τροφίμων μπορεί να έχουν σημαντικές δευτερογενείς επιπτώσεις εντός του τομέα.
Η έκτακτη αύξηση του ενεργειακού κόστους ήταν ο κύριος παράγοντας πίσω από την αύξηση του πληθωρισμού των τροφίμων το 2021 και το 2022. Η εκτίναξη των τιμών των βασικών ενεργειακών προϊόντων οδήγησε σε μεγάλη αύξηση των τιμών των παραγωγών ενέργειας και των τιμών των λιπασμάτων, οι οποίες συνδέονται στενά με την τιμή του φυσικού αερίου. Η αύξηση ήταν ιδιαίτερα έντονη για το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, με τις τιμές χονδρικής πώλησης φυσικού αερίου να κορυφώνονται τον Σεπτέμβριο του 2022, κατά 440% υψηλότερα από τα επίπεδα του Δεκεμβρίου 2020.
Τέλος, εγχώριοι παράγοντες, όπως η εξέλιξη των μισθών και των κερδών, συνέβαλαν όλο και πιο σημαντικά στην άνοδο των τιμών των τροφίμων για τους καταναλωτές. Για παράδειγμα, για να αντισταθμιστούν οι απώλειες του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων, οι μισθοί στους τομείς της γεωργίας και της μεταποίησης τροφίμων αυξήθηκαν κατά 6,2% και 3,5% αντίστοιχα σε ετήσια βάση το 2022 και περαιτέρω κατά λίγο περισσότερο από 5% και στους δύο τομείς κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2023.
Οι Friderike Kuik, Eliza Magdalena Lis, Joan Paredes και Ieva Rubene είναι οικονομολόγοι της ΕΚΤ. Το άρθρο αποτελεί σύνοψη εκτενέστερης ανάλυσης που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο Οικονομικό Δελτίο και το Blοg της ΕΚΤ