Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974. Ώρα 8.20. Η μέρα που άλλαξε τον ρου της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου. Η εκδήλωση του πραξικοπήματος, παρόλο που ήταν αποτέλεσμα μιας αλληλουχίας διασυνδεδεμένων γεγονότων, αιφνιδιάζει.
Ο ιστορικός τους μέλλοντος, μετά από σχεδόν μισό αιώνα, μπορεί πλέον να δει τα γεγονότα από την αναγκαία επιστημονική απόσταση. Το ΚΥΠΕ, μέσα από μια συνέντευξη με τον ιστορικό, Ειδικό Επιστήμονα Διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και συγγραφέα Χάρη Αλεξάνδρου, επιχειρεί να ρίξει μια διεισδυτική ματιά στην πορεία προς το πραξικόπημα και στις επιχειρήσεις και τα γεγονότα που ακολούθησαν την εκδήλωσή του.
Ο δρ. Αλεξάνδρου έχει εκδώσει έξι βιβλία που αφορούν την σύγχρονη ιστορία της Κύπρου από το 1955 και έπειτα με πιο πρόσφατο το βιβλίο «Η δράση των Μονάδων Πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς το καλοκαίρι του 1974» (Λευκωσία: Παγκύπριος Σύνδεσμος Εφέδρων Πυροβολικού, 2023).
Η στοχοποίηση του Μακαρίου και τα αίτια του πραξικοπήματος
Αναλύοντας τα αίτια του πραξικοπήματος, ο δρ. Αλεξάνδρου μας εξηγεί ότι ο τότε Πρόεδρος της κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, είχε στοχοποιηθεί λόγω της επιμονής του να ακολουθεί αδέσμευτη πολιτική και να μην ευθυγραμμίζεται με την Αθήνα, το «Εθνικό Κέντρο» σε θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Το ζήτημα του «προβαδίσματος» αποτέλεσε ίσως το σημαντικότερο σημείο τριβής μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας ήδη από το 1964.
Σε διεθνές επίπεδο, με δεδομένο ότι το διεθνές σύστημα διεπόταν από το ψυχροπολεμικό δίπολο, οι ΗΠΑ ενοχλούνταν από την αδέσμευτη πολιτική του Αρχιεπισκόπου η οποία έδινε ευκαιρία στη Σοβιετική Ένωση να παρεμβαίνει. Θεωρούσαν ότι το «αντίπαλο δέος» θα εκμεταλλευόταν το Κυπριακό για να αποσταθεροποιήσει την ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, στην οποία υπήρχαν έντονα προβλήματα που κορυφώθηκαν με τις δύο Αραβο-Ιραηλινές συγκρούσεις το 1967 και το 1973.
Ως ουσιαστική αιτία του πραξικοπήματος, ο δρ. Αλεξάνδρου αναφέρει την αμοιβαία καχυποψία μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας η οποία κορυφώθηκε μετά την εγκαθίδρυση της Χούντας στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967. Παρ’ όλα αυτά, σημειώνει, το καθεστώς Παπαδόπουλου πριν ανατραπεί από το καθεστώς Ιωαννίδη, είχε προσπαθήσει να εξομαλύνει τις σχέσεις του με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, καλώντας μάλιστα στις 24 Αυγούστου 1973, τον Γεώργιο Γρίβα να διαλύσει την ΕΟΚΑ Β’ και να επιστρέψει στην Αθήνα. Όμως, ύστερα από τον Νοέμβριο του 1973, όλα έδειχναν ότι τα πράγματα θα οδηγούνταν σε μετωπική σύγκρουση. Η ανασφάλεια του καθεστώτος Ιωαννίδη που πήγαζε από την αυξανόμενη διεθνή απομόνωση και την πίεση των Τούρκων στο Αιγαίο, ώθησε σε λήψη δραστικών μέτρων στην Κύπρο, πεδίο όπου θεωρούσε ότι μπορούσε να κάνει επίδειξη δύναμης.
«Οργανώνοντας και εκτελώντας το πραξικόπημα, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, στον κόσμο των ψευδαισθήσεων που ζούσε, θεωρούσε ότι προσέφερε εξυπηρέτηση στις ΗΠΑ, αναμένοντας ότι, το υπερατλαντικό στήριγμα της Χούντας, θα παραχωρούσε επιπλέον χρόνο ζωής στο καθεστώς. Θεωρούσε ότι η ανατροπή του Μακαρίου, ο οποίος θεωρείτο «ανθέλληνας, φιλοσοβιετικός, κρυπτοκομμουνιστής και εθνικά επικίνδυνος» θα έλυνε ένα χρονίζον πρόβλημα και θα έφερνε επιτέλους την πολυπόθητη ηρεμία στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, της οποίας η συνοχή στην περιοχή είχε απειληθεί το 1964 και το 1967 με τις διαδοχικές κυπριακές κρίσεις που είχαν φέρει Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα πολέμου», αναφέρει.
Διαβάστε επίσης: 15 Ιουλίου ’74: Μια άγνωστη μαρτυρία για τα Ελληνόπουλα Αιγύπτου στο Προεδρικό
Η αφορμή και οι εγκέφαλοι του πραξικοπήματος
Αφορμή για τη μετωπική σύγκρουση, αποτέλεσε το «στρατιωτικό ζήτημα» που χρονολογείτο από τη δεκαετία του ‘60 και είχε κορυφωθεί το 1966 και το 1972 με την εισαγωγή του τσεχοσλοβακικού οπλισμού.
Όπως ανέφερε ο δρ. Αλεξάνδρου, το θέμα ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου ήταν ουσιώδες, γιατί όποιος ήλεγχε τις ένοπλες δυνάμεις, ουσιαστικά ήλεγχε το κράτος, η επιβίωση του οποίου εξαρτιόταν από την ισχύ των ενόπλων δυνάμεων. Επιπλέον, η Εθνική Φρουρά, μετά την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο το 1967, αποτελούσε τον μακρύ βραχίονα της Χούντας στο νησί.
«Είναι σε αυτή τη λογική, που ο Μακάριος, μη μπορώντας να ελέγξει την Εθνική Φρουρά, δημιούργησε το Εφεδρικό Σώμα της Αστυνομίας, το οποίο επανδρωνόταν από νομιμόφρονες άνδρες και ήταν εξοπλισμένο με σύγχρονο οπλισμό. Η προσπάθεια του Μακαρίου να μειώσει την επιρροή της Χούντας στην ΕΦ και ουσιαστικά να την ελέγξει, ζητώντας κυρίως μείωση θητείας, έλεγχο των καταλόγων των Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών και απομάκρυνση των Ελλαδιτών αξιωματικών θεωρήθηκε από τον Ιωαννίδη ως «ύβρις», «προσβλητική» και «ατιμωτική» και ουσιαστικά επιτάχυνε τις διαδικασίες ανατροπής του Αρχιεπισκόπου», ανέφερε.
Διευκρίνισε ότι η προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου να αφαιρέσει από την Χούντα την επιρροή στην ΕΦ, δεν παρουσιάστηκε ξαφνικά στις 2 Ιουλίου 1974 με τη γνωστή επιστολή Μακαρίου προς τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη. Η επιστολή έθετε επισήμως ενώπιον του «προέδρου» του Ιωαννιδικού καθεστώτος τα αιτήματα του Αρχιεπισκόπου που αφορούσαν την ΕΦ. Το θέμα είχε ξεκινήσει να εγείρεται σταδιακά από την άνοιξη του 1974, ενώ στα τέλη Ιουνίου, η Λευκωσία κλιμάκωσε την προσπάθειά της. Στις 24 Ιουνίου ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος κατήγγειλε δημόσια την Αθήνα και τους Ελλαδίτες Αξιωματικούς της ΕΦ ότι υπέσκαπταν την εκλεγμένη κυπριακή Κυβέρνηση, υποστηρίζοντας την ΕΟΚΑ Β’. Την επόμενη μέρα, ο Αρχιεπίσκοπος ανακοίνωσε απόλυση 62 δασκάλων για συμμετοχή στην ΕΟΚΑ Β’ (στις 10 Ιουνίου είχαν απολυθεί 32 καθηγητές), ενώ στις 29 Ιουνίου άρχισε να διαρρέει από «κυβερνητικούς κύκλους» η πρόθεση του Μακαρίου να ελέγξει πλήρως την ΕΦ.
Ο δρ. Αλεξάνδρου διευκρινίζει επίσης ότι ο ταξίαρχος Ιωαννίδης δεν περίμενε την 2α Ιουλίου για να ξεκινήσει να απεργάζεται την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου.
«Ο Ιωαννίδης είχε ξεκινήσει να εκφράζει σε στενό κύκλο συνεργατών του την ανάγκη για ανατροπή του Μακαρίου, δύο με τέσσερις μήνες προ του Ιουλίου 1974, ενώ, όταν στα τέλη Ιουνίου έλαβε γνώση για την πρόθεση του Αρχιεπισκόπου να θίξει τα ζητήματα που αφορούσαν την Εθνική Φρουρά, ξεκίνησε να οργανώνει το πραξικόπημα με τους τρεις άλλους, που θεωρούνται οι εγκέφαλοι του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974. Αυτοί ήταν ο Φαίδωνας Γκιζίκης, «πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας», ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, «Πρωθυπουργός» και Γρηγόριος Μπονάνος, αρχηγός των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Η οργάνωση του πραξικοπήματος
Στην πρώτη συντονιστική σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιουλίου στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα έλαβαν μέρος, εκτός από τους Ιωαννίδη και Μπονάνο, ο υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης, διοικητής της Μεραρχίας του Έβρου (τέως επιτελάρχης ΓΕΕΦ) και δύο αξιωματικοί που υπηρετούσαν στην Κύπρο στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς, οι ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης, διοικητής της ΙΙΙ Ανωτέρας Τακτικής Διοίκησης της Λευκωσίας και ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης, διοικητής των Δυνάμεων Καταδρομών της Εθνικής Φρουράς. Στη σύσκεψη καθορίστηκε ως χρόνος εκδήλωσης του πραξικοπήματος η ώρα 07:30 της 15η Ιουλίου. Ορίστηκαν ο Γεωργίτσης ως αρχηγός και ο Κομπόκης ως υπαρχηγός και έλαβαν εντολή για καταρτίσουν το λεπτομερές σχέδιο. Ο Ιωαννίδης μάλιστα άφησε να νοηθεί ότι οι ΗΠΑ είχαν δώσει διαβεβαιώσεις ότι η Τουρκία δεν επρόκειτο να επέμβει.
Οι Γεωργίτσης και Κομπόκης επέστρεψαν στην Κύπρο και συγκάλεσαν στις 9 Ιουλίου σύσκεψη για να καθοριστούν οι λεπτομέρειες. Στη σύσκεψη, εκτός από τους δύο, παρευρέθηκαν ακόμη 11 υψηλόβαθμοι αξιωματικοί οι οποίοι ήταν κυρίως διοικητές Μονάδων Καταδρομών, Τεθωρακισμένων και Πυροβολικού, ενώ παρέστη και ο υποδιοικητής της ΕΛΔΥΚ.
Σύμφωνα με τον δρ. Αλεξάνδρου, στη σύσκεψη αυτή εκφράστηκαν διάφορες ενστάσεις ως προς την ετοιμότητα της ΕΦ να αναλάβει τέτοιο εγχείρημα και ως προς την πιθανή αντίδραση τους Τουρκίας. Ο ταγματάρχης Κωνσταντίνος Κοντώσης, σύνδεσμος με το Αρχηγείο στην Αθήνα, μετέφερε την επόμενη μέρα τους ενδοιασμούς οι οποίοι απορρίφθηκαν ασυζητητί από τους Ιωαννίδη και Μπονάνο. Η μόνες νέες διαταγές που δόθηκαν ήταν για μετάθεση της ώρας εκδήλωσης από τις 07:30 στις 08:30 και για περιορισμό της δράσης της ΕΛΔΥΚ, μόνο στην κατάληψη του αεροδρομίου Λευκωσίας.
Όσον αφορά το πώς κατάφερε η Χούντα να παραπλανήσει σχετικά με την απόφαση για διάπραξη του πραξικοπήματος, ο δρ. Αλεξάνδρου εξηγεί:
«Οι περίεργες συσκέψεις και η απουσία επίσημης απάντησης από τη Χούντα στην επιστολή της 2ας Ιουλίου, δημιουργούσαν μια ανήσυχη κατάσταση. Αναπόφευκτα ξεκίνησαν να δημιουργούνται έντονες υποψίες για διενέργεια πραξικοπήματος. Η Χούντα όμως, που γνώριζε καλύτερα από οτιδήποτε άλλο τις συνωμοτικές τακτικές φρόντισε να θολώσει τα νερά, ανακοινώνοντας σύσκεψη στις 13 Ιουλίου στην Αθήνα, με διακηρυγμένο στόχο την εκτόνωση της κρίσης».
Όπως ανέφερε, η συμμετοχή στη σύσκεψη του αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, αντιστράτηγου Γεώργιου Ντενίση, και του διοικητή της ΕΛΔΥΚ, συνταγματάρχη Νικόλαου Νικολαΐδη, αξιωματικών που δεν ήταν στους 13 της σύσκεψης της 9ης Ιουλίου, είχε διπλό στόχο. Να απομακρύνει από τις θέσεις τους, τους δύο αξιωματικούς προκειμένου να μην υπάρξει θέμα ιεραρχίας κατά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, αφού, αν ο Ντενίσης αντιδρούσε, οι Γεωργίτσης και Κομπόκης, θα έπρεπε να υπακούσουν στις διαταγές του και ταυτόχρονα θα επέρχετο σύγχυση στην ΕΦ. Η απομάκρυνση των επικεφαλής της ΕΦ και της ΕΛΔΥΚ εξυπηρετούσε ακόμη ένα σκοπό. Να δώσει την εντύπωση ότι δεν επρόκειτο να εκδηλωθεί πραξικόπημα, τουλάχιστον εν τη απουσία τους. Τη δημιουργία αυτής της εντύπωσης εξυπηρετούσε και η παρουσία στη σύσκεψη της 13ης Ιουλίου 1974 στην Αθήνα, του Έλληνα πρέσβη στη Λευκωσία, Ευστάθιου Λαγάκου. Για να ενισχύσει το στοιχείο του αιφνιδιασμού, η Χούντα, μετά το πέρας της σύσκεψης της 13ης Ιουλίου, ανακοίνωσε ότι αυτή θα συνεχιζόταν στις 15 Ιουλίου.
Διαβάστε επίσης: ΠτΔ: Η δημοκρατική μνήμη αδιαπραγμάτευτο χρέος προς την Ιστορία
Η κατάσταση στο Προεδρικό και η διαφυγή του Μακαρίου
Είχε οριστεί από τις 10 Ιουλίου ότι το πραξικόπημα θα εκδηλωνόταν τη Δευτέρα 15 Ιουλίου στις 08:20. Κυριότεροι στόχοι ήταν το Προεδρικό Μέγαρο, η Αρχιεπισκοπή και το στρατόπεδο του Εφεδρικού Σώματος της Αστυνομίας. Όταν οι εγκέφαλοι του πραξικοπήματος βεβαιώθηκαν ότι ο Αρχιεπίσκοπος είχε επιστρέψει στο Προεδρικό, με «Αστραπιαίο» και «Άκρως Απόρρητο» σήμα στις 08:17, ενημέρωναν την Αθήνα: «Αλέξανδρος εισήλθε νοσοκομείον». Μετά από 3 λεπτά, τα εμπλεκόμενα τμήματα εξήλθαν από τα στρατόπεδα όπου βρίσκονταν.
Όπως αναφέρει ο δρ Αλεξάνδρου την επιχείρηση κατά του Προεδρικού διηύθυνε προσωπικά ο διοικητής Καταδρομών, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης και εξηγεί:
Περί τις 08:30 τα τμήματα Καταδρομών, τα τεθωρακισμένα και τα αντιαεροπορικά πολυβόλα ξεκίνησαν να προσβάλλουν το Προεδρικό. Η αντίδραση της Προεδρικής Φρουράς ήταν άμεση. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος άκουσε τους πυροβολισμούς, διέκοψε τη συνάντηση που είχε εκείνη την ώρα και κινήθηκε με μικρή συνοδεία προς τη δυτική πλευρά του Προεδρικού, από όπου δεν ακούγονταν πυροβολισμοί, για να σωθεί. Η δυτική πλευρά είχε μείνει ακάλυπτη γιατί το στρατόπεδο του 9ου Τακτικού Συγκροτήματος που βρισκόταν στα δυτικά όρια του Προεδρικού είχε καταληφθεί χωρίς αντίσταση από τμήματα του 3ου Λόχου του Εφεδρικού Σώματος με επικεφαλής τον λοχαγό Χρίστο Τσαγγάρη, ο οποίος αμέσως με την εκδήλωση του πραξικοπήματος, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο ασφαλείας του Προεδρικού. Στην καθυστερημένη σφράγιση της δυτικής πλευράς του Προεδρικού, συνέβαλε η αργοπορημένη άφιξη του Ουλαμού αρμάτων που θα ήταν υπεύθυνη για εκείνη την πλευρά. Τα άρματα, μπαίνοντας στη Λευκωσία από την Κοκκινοτριμιθιά, είχαν εμπλακεί σε μάχη με τμήματα του 3ου Λόχου του Εφεδρικού που είχαν εγκατασταθεί στο Μετόχι του Κύκκου. Η 20λεπτη μάχη, ήταν καθοριστική για την αποτροπή πλήρους περικύκλωσης του Προεδρικού και για τη διαφυγή του Αρχιεπισκόπου.
Η κατάσταση στην πρωτεύουσα
Εναντίον του στρατοπέδου του Εφεδρικού Σώματος της Αστυνομίας, συνεχίζει ο Δρ. Αλεξάνδρου, ενήργησαν τμήματα Καταδρομών, ένα τεθωρακισμένο και στοιχεία αντιαεροπορικών πολυβόλων. Ο διοικητής του Εφεδρικού Σώματος, ταγματάρχης Παντελής Πανταζής, που βρισκόταν στο στρατόπεδο, διέταξε τους περίπου 120 άνδρες του να λάβουν θέσεις μάχης και να αποκρούσουν την επίθεση. Τελικά το στρατόπεδο του Εφεδρικού καταλήφθηκε μετά από τρίωρη μάχη.
Η κατάληψη του αρχηγείου της Αστυνομίας, της Αρχής Τηλεπικοινωνιών και του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, εξηγεί, πραγματοποιήθηκε χωρίς αντίσταση. Μάλιστα, μετά την κατάληψη των ραδιοθαλάμων του ΡΙΚ, ξεκίνησαν να εκπέμπονται εμβατήρια. Από περίπου τις 10:00 άρχισε να μεταδίδεται η είδηση ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός, ενώ, περί τις 16:30, ο συλληφθείς διοικητής του Εφεδρικού Σώματος, απηύθυνε έκκληση προς τους άνδρες του Εφεδρικού να παύσουν κάθε αντίσταση. Η κατάληψη του αεροδρομίου Λευκωσίας και του αστυνομικού σταθμού Πύλης Πάφου πραγματοποιήθηκε μετά από σύντομη αντίσταση της φρουράς τους. Χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση καταλήφθηκαν και οι Κεντρικές Φυλακές. Με την απελευθέρωση των στελεχών της ΕΟΚΑ Β’, ξεκίνησε και η ουσιαστική εμπλοκή της παράνομης οργάνωσης στην εδραίωση του πραξικοπήματος.
Όπως επισημαίνει ο ιστορικός, τα επιτιθέμενα τμήματα κατά του Αρχιεπισκοπικού Μεγάρου αντιμετώπισαν προβλήματα. Οι στενοί δρόμοι της περιοχής καθιστούσαν ευάλωτα τα τεθωρακισμένα και το πεζικό που ενήργησαν εναντίον του. Ταυτόχρονα, η απροθυμία του επικεφαλής των τμημάτων, υποδιοικητή της 23 ΕΜΑ, ταγματάρχη Γεώργιου Τριανταφυλλίδη, να προσβάλει έντονα με τα πυροβόλα των αρμάτων το Μέγαρο, προς αποφυγή απωλειών και καταστροφών, συνέτεινε στην παρατεταμένη αντίσταση. Στην αντίσταση μέχρι τέλους, συνέτεινε επίσης η δι’ ασυρμάτου επικοινωνία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου με τη φρουρά της αρχιεπισκοπής γύρω στο μεσημέρι. Η μάχη για κατάληψη της Αρχιεπισκοπής σύντομα μετατράπηκε σε πολιορκία του Μεγάρου και ανταλλαγές πυροβολισμών. Τελικά το μέγαρο παραδόθηκε γύρω στις 17:00 όταν κατέφθασε στην περιοχή ο διοικητής της 23 ΕΜΑ, και διέταξε τα άρματα να προσβάλουν με τα πυροβόλα τους το κτήριο. Από τις βολές προκλήθηκε πυρκαγιά στην Αρχιεπισκοπή και αυτό ανάγκασε τους υπερασπιστές του κτηρίου να παραδοθούν.
Τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Κύπρο
Στις υπόλοιπες πόλεις της Κύπρου, όπως αναφέρει ο δρ. Αλεξάνδρου, οι κατά τόπους στρατιωτικοί διοικητές, ενημερώθηκαν για το πραξικόπημα μετά την εκδήλωσή του. Έτσι δεν πρόλαβαν να πάρουν προληπτικά μέτρα ασφαλείας και δεν υφίστατο το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού των νομιμόφρονων δυνάμεων. Παρ’ όλα αυτά, στην Αμμόχωστο, στη Μόρφου, στη Λάρνακα και στην Κερύνεια, δεν υπήρξε έντονη αντίσταση και το πραξικόπημα επικράτησε.
Στη Λεμεσό, εξηγεί, οι αντιστασιακοί κατάφεραν να καταλάβουν το κτήριο IV Ανωτέρας Τακτικής Διοίκησης, δηλαδή της στρατιωτικής διοίκησης της πόλης, όχι όμως τα στρατόπεδα της Λεμεσού (ΣΕΑΠ και 216 ΤΠ), ενώ διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους, τους αστυνομικούς σταθμούς. Στην Πάφο, με το άκουσμα του πραξικοπήματος, ο κόσμος ξεσηκώθηκε και οι αντιστασιακοί κατέλαβαν το κτήριο της V Ανωτέρας Τακτικής Διοίκησης αποτρέποντας οποιανδήποτε κίνηση του στρατού. Μόνο το ΚΕΝ Γεροσκήπου ελεγχόταν από την Εθνική Φρουρά.
Ή άφιξη του Μακαρίου στην Πάφο και οι προσπάθειες αντίστασης
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έφτασε περί τις 17:00 στην Πάφο. Διαφεύγοντας από τη Λευκωσία, κινήθηκε προς Κλήρου και ύστερα, μέσω Παλαιχωρίου, Κυπερούντας και Πεδουλά, έφτασε στο Μοναστήρι του Κύκκου. Εκεί, πληροφορήθηκε για τα τεκταινόμενα και αποφάσισε να κατευθυνθεί προς Πάφο, όπου οι υποστηρικτές του ήλεγχαν πλήρως την κατάσταση.
«Φθάνοντας στην Πάφο, αφού ανακοίνωσε από τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό ότι ήταν ζωντανός, οργάνωσε αντεπίθεση εναντίον της Λεμεσού. Εξοπλίστηκαν περίπου 1000 οπαδοί του και προωθήθηκαν προς τη Λεμεσό με λεωφορεία και άλλα οχήματα. Ενεπλάκησαν σε μάχες με τμήματα της Εθνικής Φρουράς και άνδρες της ΕΟΚΑ Β’ στην είσοδο και στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού, αλλά αναγκάστηκαν λίγο πριν ξημερώσει η 16η Ιουλίου, να επιστρέψουν στην Πάφο», περιγράφει ο Δρ. Αλεξάνδρου.
Και συνεχίζει: «Οι κινήσεις των οπαδών του Αρχιεπισκόπου, η αδυναμία επικράτησης στην Πάφο, αλλά κυρίως η παρουσία του Μακαρίου στην Πάφου προκαλούσαν έντονη ανησυχία στην ηγεσία του πραξικοπήματος. Έτσι, τα ξημερώματα της 16ης Ιουλίου, συγκροτήθηκαν δύο φάλαγγες οι οποίες κινήθηκαν διά διαφορετικών δρομολογίων στην Πάφο. Η μια κινήθηκε μέσω Τροόδους και η άλλη μέσω Λεμεσού. Στις φάλαγγες περιλαμβάνονταν τμήματα Πεζικού, Καταδρομών, Βαρέα Όπλα και Πυροβόλα. Είχαν δηλαδή τρομακτική ισχύ πυρός. Ταυτόχρονα διατάχθηκε και η ακταιωρός Λεβέντης να πλεύσει προς την Πάφο και να εκτελέσει βολές εναντίον συγκεκριμένων στόχων στην πόλη».
Όταν η ακταιωρός, γύρω στο μεσημέρι, ξεκίνησε να προσβάλλει την πόλη και έγινε γνωστή η εκκίνηση των φαλαγγών, προσθέτει, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποφάσισε να εγκαταλείψει την Κύπρο. Πλέον δεν υπήρχε αμφιβολία, εξηγεί, ότι διά τις ισχύος της Εθνικής Φρουράς, το πραξικόπημα αργά ή γρήγορα θα επικρατούσε. Κατέφυγε έτσι στο φιλανδικό απόσπασμα της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ που έδρευε στην Πάφο και από εκεί επικοινώνησε με τη βρετανική Βάση Ακρωτηρίου από όπου ζήτησε ελικόπτερο για να τον μεταφέρει στη στρατιωτική Βάση. Περί τις 16:30 της 16ης Ιουλίου 1974, το βρετανικό ελικόπτερο απογειώθηκε από την Πάφο και μετέφερε τον Αρχιεπίσκοπο στο Ακρωτήρι. Όταν, αργά το βράδυ της 16ης Ιουλίου έφτασαν στην Πάφο οι φάλαγγες της Εθνικής Φρουράς, πλέον κάθε αντίσταση είχε καταπαύσει.
Η απομάκρυνσή του Μακαρίου από την Κύπρο
Ο Αρχιεπίσκοπος εγκατέλειψε την Κύπρο με βρετανικό αεροσκάφος το οποίον τον μετέφερε στη Μάλτα, όπου και διανυκτέρευσε. Στις 09:00 το πρωί της 17ης Ιουλίου αναχώρησε από τη Μάλτα και περί το μεσημέρι αφήχθηκε στη βρετανική πρωτεύουσα.
Όπως επισημαίνει ο δρ. Αλεξάνδρου , «εκεί είχε επαφές με την πολιτική ηγεσία της Βρετανίας, τον Υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας, Τζέιμς Κάλαχαν και τον Πρωθυπουργό, Χάρολντ Ουίλσον. Οι Βρετανοί διαβεβαίωσαν τον Αρχιεπίσκοπο ότι εξακολουθούσαν να τον αναγνωρίζουν ως νόμιμο πρόεδρο του κυπριακού Κράτους . Στο Λονδίνο μάλιστα είχε αφιχθεί την ίδια μέρα και ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Μπουλέντ Ετσεβίτ, για διαβουλεύσεις με τη Βρετανία, ως προς το ενδεχόμενο από κοινού ή μονομερούς επέμβασης στο νησί».
Από το Λονδίνο, σημειώνει, ο Αρχιεπίσκοπος μετέβη στη Νέα Υόρκη όπου θα συνεδρίαζε εκτάκτως το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Το απόγευμα της 19ης Ιουλίου, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ κατά της Ελλάδας και κάλεσε το Συμβούλιο ασφαλείας, να «θέση τέρμα εις την εισβολήν [της Ελλάδας]» και να «αποκαταστήση την παραβιασθείσαν ανεξαρτησίαν της Κύπρου». Όταν, στις 7 Δεκεμβρίου 1974 Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο, βρήκε το νησί σε μια τελείως διαφορετική κατάσταση από ό,τι το είχε αφήσει στις 16 Ιουλίου 1974.